ἅμμα

Revision as of 19:40, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_1)

English (LSJ)

ατος, τό, (ἅπτω)

   A anything tied or made to tie: hence,    1 knot, Hp.Fist.4; ἅ. λύειν, ἀπάπτειν Hdt.4.98; ἅ. ποιεῖσθαι X.Eq. 5.1.    2 noose, halter, E.Hipp.781.    3 cord, Id.Ba.696, cf. Hp.Steril.244, etc.; ἅ. παρθενίας maiden girdle, AP7.182 (Mel.), cf. 164 (Antip.), imitated in Epigr.Gr.248.8 (Philomelium).    4 link of chain, Them.Or.2.32d.    5 in pl., clinches in wrestling, Gal. 6.143, cf. Plu.Fab.23; of the wrestler's arms, Id.Alc.2.    6 measure of length (like our chain), = 40 πήχεις, Hero *Geom.23.14, al., POxy.669 (iii A.D.).    II that which kindles, Ph.2.504.

German (Pape)

[Seite 125] τό (ἅπτω), 1) das Zusammengeknüpfte, Knoten, Her. 4, 98; ποιεῖσθαι Xen. Equ. 5, 1; ἁμμάτων σύνδεσμ' ἐλέλυτο, von den Haaren, Eur. Bacch. 697; Band, συνάγειν Plat. Tim. 76 a; Schlinge, δέρης λύειν Eur. Hippol. 781; πολύβροχα ἁμμάτων ἐρείσματα Herc. Fur. 1035, wie Gaet. 6 (VII, 71), Erdrosselung; um Stiere zu fangen, Phil. 62 (IX, 543); der Gürtel, παρθενίης λύειν Ant. Sid. 85 (VII, 164); Mel. 125 (VII, 182); κορείας P. Sil. 16 (V, 217); Opp. Cyn. 1, 123 ἄνθεσιν ἅμματα λύειν, die Knospen öffnen. – 2) beim Ringen, das Umschlingen der Arme, Plut. Alc. 2; Luc. Asin. 9 ἅμμα κατ' ἰξύος δήσας; 10 ἅμμα σφίγγειν. – 3) als Längenmaaß, 40 πήχεις, Hero geom.

Greek (Liddell-Scott)

ἅμμα: -ατος, τό, (ἅπτω) πᾶν ὅ,τι εἶναι δεδεμένον ἢ ἔγεινε πρὸς δέσιν, ἑπομένως, 1) κόμβος, ἅμμα λύειν, ἀνάπτειν Ἡρόδ. 4. 98· ἅμμα ποιεῖσθαι Ξεν. Ἱππ. 5. 1. 2) βρόχος, «θηλειά», σχοινίον ἀγχόνης, Εὐρ. Ἱππ. 781. 3) σχοινίονταινία, ὁ αὐτ. Βάκχ. 697, κτλ., ἅ. παρθενίας, ἡ παρθενικὴ ζώνη, Ἀνθ. Π. 7. 182, πρβλ. Ἐπιγράμμ. Ἑλλ. 248. 8. 4) κρίκος ἁλύσεως, Θεμίστ. σ. 32. 5) πληθ., αἱ περιπλοκαὶ ἐν τῇ πάλῃ, Πλουτ. Φαβ. 23: ὡσαύτως οἱ βραχίονες τοῦ παλαιστοῦ, ὁ αὐτ. Ἀλκ. 2. 6) μέτρον μήκους 40 πήχ. Ἀρχ. Μαθημ.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
1 nœud;
2 plur. τὰ ἅμματα nœuds que forment les membres entrelacés des lutteurs;
3 mesure d’arpentage att. valant 60 pieds.
Étymologie: ἅπτω¹.