ἀνάπαιστος

Revision as of 19:41, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_1)

English (LSJ)

ον, (cf. sq.)

   A hammered, forged, κλείς IG2.678B64, al., 11.161A94 (Delos, iii B. C.).    II struck back, rebounding:—as Subst., anapaest (i. e. a dactyl reversed), D.H.Comp. 25, Heph.8, etc.; ἀ. ἀπὸ μείζους dactyl, Aristid.Quint.1.15.    2 anapaestic verse, Arist.Po.1452b23, D.H.1.25, etc.: in pl., of the Comic parabasis, Ar.Eq.504, Pax735, al.; ἀνάπαιστοι σύμπτυκτοι Pherecr.79, cf. Sch.metr.Pi.O.4.1; ἀνάπαιστόν τι something in anapaestic metre, Aeschin.1.158: ἀνάπαιστα, τά, anapaestic verses, Alciphr. 3.43; esp. of ribald or satirical songs, D.C.66.8, Plu.Per. 33.

German (Pape)

[Seite 200] zurückgeschlagen, zurückprallend, gew. ὁ ἀν., sc. πούς, der Anapäst, als Versfuß, ñ ñ –. Bes. οἱ ἀνάπ., Theil der Parabase, Ar. Equ. 504 Pax 719 Av. 684; vgl. Aesch. 1, 157; τὰ ἀνάπαιστα, in Anapästen abgefaßte Spottgedichte, übh. Spott, Plut. Pericl. 33; Luc.

Greek (Liddell-Scott)

ἀνάπαιστος: -ον, (ἀναπαίω) ὁ πρὸς τὰ ὀπίσω παιόμενος, ὁ ἀναπαλλόμενος, ὁ ἀντισκιρτῶν: ἐντεῦθεν ὡς οὐσιαστ., ὁ ἀνάπαιστος (ὅ ἐ. ἀνεστραμμένος δάκτυλος (dact. repercussus) ἢ ἀντιδάκτυλος)· «ἀνάπαιστος, ὁ τῷ δακτύλῳ ἀντικείμενος, ἐκ δύο βραχειῶν καὶ μακρᾶς, οὖ χάριν ἀνάπαιστος κέκληται, οἱονεὶ ἀναπεποδισμένος, τουτέστιν ἀντίστροφος δακτύλῳ ὁ καὶ ἀντιδάκτυλος» Σχόλ. εἰς Ἡφαιστ.· ἀνάπαιστος λοιπὸν εἶναι ὁ ἐκ δύο βραχειῶν καὶ μιᾶς μακρᾶς συλλαβῆς (˘˘-) συνιστάμενος πούς. 2) ἀναπαιστικὸς στίχος, Ἀριστ. Ποιητ. 12. 8, Διον. Ἁλ. 1. 25, κτλ. κατὰ πληθ. ἐπὶ τῆς κωμ. παραβάσεως, Ἀριστοφ. Ἱππ. 504. Εὐρ. 735, καὶ ἀλλ.· «περὶ τῶν συμπτύκτων ἀναπαίστων ἴδε Meineke Κωμ. Ἀποσπ. 2. σ. 283· ἀνάπαιστόν τι, κἄτι ἐν ἀναπιστικῷ μέτρῳ, Αἰσχίν. 22. 27: - ἐντεῦθεν, ἀνάπαιστα, τά, ἀναπαιστικοὶ στίχοι, σατυρικὰ ποιήματα, πολλάκις ἄσεμνα, «πολλὰ καὶ ἀσελγῆ ἀνάπαιστα ἐν ῥυθμῷ τοῦ τε κρότου καὶ τῆς βαδίσεως ᾀδόντων» Δίων Κάσσ. Ἐκλ. σ. 61. 36, Ἀλκίωρων 3. 43, Πλουτ. Περικλ. 33. - «ἀνάπαιστα, κυρίως τὰ ἐν ταῖς παραβάσεσι τῶν χορῶν ἄσματα· καὶ ἰδίως τὰ τῶν ῥυθμῶν» Ἡσύχ.· ἴδε Σεμιτέλ. Μετρικ. σ. 381 κἑξ.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
1ἀνάπαιστος (πούς) anapeste, pied de deux brèves et d’une longue;
2 fait en vers anapestiques ; οἱ ἀνάπαιστοι parabase comique (en vers anapestiques) ; τὰ ἀνάπαιστα PLUT satires (en vers anapestiques).
Étymologie: ἀνά, παίω.