ἀναστομόω

Revision as of 19:42, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_1)

English (LSJ)

   A furnish with a mouth, open up; τάφρον clear out a trench, X.Cyr.7.5.15; τὰς Νείλου διώρυγας Plb.5.62.4, cf. S.E.M.5.59; ταῦτα τῶν ἡδυσμάτων ἀ. τᾀσθητήρια Diph.18.6: ἀ. μήτραν Dsc.1.19:—Med., φάρυγος ἀναστόμου τὸ χεῖλος open your gullet wide, E. Cyc.357:—Pass., τραυλὴ μέν ἐστιν, ἀλλ' ἀνεστομωμένη with mouth wide-opened, loud-talking, Call.Com.19; also, to be opened, dilated, ἀ. οἱ πόροι Arist.HA581b19, GA751a2; ἰχῶρες ἀναστομωθείσης τῆς σαρκὸς ἐξέρρεον Memn.2.    2 of one sea opening into another, κατὰ στενοπόρους αὐχένας ἀνεστομωμένος Arist.Mu.303a22; ὁ Ἀράβιος κόλπος ἀνεστόμωται εἰς τὸν . . Ὠκεανόν D.S.3.38, cf. Ph.2.475, Hld.1.29.

German (Pape)

[Seite 209] 1) die Mündung öffnen, τάφρους, die Schleusen (πρὸς τὸν ποταμόν) öffnen (schwerlich durch Durchgrabung des Erdreichs zwischen dem Kanal u. dem Flusse ersterem Abfluß verschaffen), Xen. Cyr. 7, 5, 15; vgl. Pol. 5, 62 τὰς διώρυγας τοῦ Νείλου; Poll. 2, 102; übh. eröffnen, erweitern, Arist., der es aber Mund. 3, 8 vom ὠκεανός braucht, κατὰ στενοπόρους ἀνεστομωμένος, entgegengesetzt πλατυνόμενος, also in eine Mündung zusammengeengt; in eigtl. Btdg, Eur. χεῖλος φάρυγγος ἀναστόμου Cycl. 357; Pass., sich ergießen, von Flüssen, D. Sic. 3, 38. – 2) spitzen, schärfen; dah. reizen, ἡδύσματα ἀναστομοῖ τὰ αἰσθητήρια, Eßlust erregen, Diphil. bei Ath. IV, 133 e; τραυλὴ μέν ἐστι ἀλλ' ἀνεστομωμένη Call. com. Poll. 2, 102, scharf.

Greek (Liddell-Scott)

ἀναστομόω: ἀνοίγω, κάμνω ἄνοιγμα εἰς, ἀναστομοῦν τὰς τάφρους [πρὸς τὸν ποταμὸν] Ξεν. Κύρ. 7. 5, 15· ἀν. τὰς Νείλου διώρυγας Πολύβ. 5. 62, 4, πρβλ. Σέξτ. Ἐμπ. Μ. 5. 59· ἀν. τὸ ἡρῷον, ἀνοίγω αὐτό, Συλλ. Ἐπιγρ. 916: ‒ Μέσ., φάρυγος... ἀναστόμου τὸ χεῖλος, ἄνοιξον καλῶς τὴν φάρυγγά σου, Εὐρ. Κύκλ. 357: ‒ Παθ., τραυλὴ μέν ἐστιν, ἀλλ᾿ ἀνεστομωμένη, ἔχουσα στόμα εὐρέως ἀνοικτόν, πολλὰ καὶ μεγαλοφώνως ὁμιλοῦσα (πρβλ. στόμωσις), Καλλίας Ἄδηλ. 3. 2) Παθ., ὡσαύτως ἀνοίγομαι, διαστέλλομαι, ἀν. οἱ πόροι Ἀριστ. Ἱστ. Ζ. 7. 1, 9, π. Γεν. Ζ. 3. 1, 24· ὑστέρα ἀν. Ἱστ. Ζ. 10. 2, 6. 3) ἐπὶ τοῦ ὠκεανοῦ, ἀποτελῶ πορθμόν, πῇ μὲν κατὰ στενοπόρους αὐχένας ἀνεστομωμένος Ἀριστ. π. Κόσμ. 3. 8· ὁ Ἀράβιος κόλπος ἀνεστόμωται εἰς τὸν... ὠκεανόν, στενεύει, ἀποτελεῖ πορθμὸν εἰς τὸ μέρος ἔνθα συγκοινωνεῖ μετὰ τοῦ ὠκεανοῦ, Διόδ. 3. 38, πρβλ. Φίλωνα 2. 475, Ἡλιόδ. 1. 29, καὶ ἴδε συστομόομαι. ΙΙ. μεταφ., ὀξύνω, ἀκονίζω τὴν ὄρεξιν, ταῦτα τῶν ἡδυσμάτων ἀναστομεῖ τᾀσθητήρια Δίφιλ. ἐν «Ἀπολιπούσῃ» 2.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
munir d’une embouchure, donner une ouverture à : τάφρον XÉN à un fossé.
Étymologie: ἀνά, στομόω.