εἰσθλίβω

Revision as of 19:43, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_2)

English (LSJ)

[ῑ], prob.

   A f.l. for ἐκθλ- in Plu.2.688b, Them.Or.14.197a.

German (Pape)

[Seite 743] hineinquetschen, drücken, Plut. Symp. 6, 2, 2.

Greek (Liddell-Scott)

εἰσθλίβω: ῑ, θλίβω, πιέζω ἐντός, εὑρισκόμενον ἐν δυσὶ χωρίοις, (Πλούτ. 2. 688Β, Θεμιστ. Λόγ. 15. σ. 197Α), ἐν οἷς τὸ ἐκθλίβω φαίνεται κάλλιον ἁρμόζον εἰς τὴν ἔννοιαν: οὕτω καὶ ἡ λέξις ἔκθλιψις φαίνεται ὅτι εἶναι ἡ ὀρθὴ γραφὴ ἐν Matthaei Med. σ. 58.

French (Bailly abrégé)

part. prés. Pass. εἰσθλιβομένον;
faire entrer en pressant, enfoncer en écrasant.
Étymologie: εἰς, θλίβω.