ἔκθλιψις
μηδὲν κοτυλίζειν, ἀλλὰ καταπάττειν χύδην → not to sell by the cupful, but to dole out indiscriminately | not to sell by retail but wholesale
English (LSJ)
ἐκθλίψεως, ἡ,
A squeezing out, Hp.Aph.7.85, Arist.Mete.342a15, Epicur.Ep.2p.50U.; τοῦ λοιποῦ (sc. οῠρον) Gal. UP5.16.
II affliction, distress, LXX Ez.12.18.
III Gramm., ecthlipsis, ejection of a letter, as σκῆπτρον, σκᾶπτον, A.D.Conj.230.10, etc.; also, elision, Eust.984.15(pl.).
Spanish (DGE)
ἐκθλίψεως, ἡ
• Morfología: [gen. -ιος Hp.Aph.7.85]
I presión ἔ. πολυχρόνιος presión continuada motivo de sudoración violenta, Hp.l.c., πονηρὸν ... ἔ. ἔξω σφοδρή es malo una fuerte presión (de los ojos) hacia afuera Hp.Coac.214, τοῦ περιέχοντος ἔ. presión del entorno Arist.Iuu.472a16, cf. Cael.277b2, motivo de la caída de meteoritos, Arist.Mete.342a15, de la coalescencia de elementos, Thphr.Ign.8, cf. Epicur.Ep.[3].109.
II 1emisión, expulsión del aire en la fonación, Epicur.Ep.[2].53, cf. Gp.17.17.1, ref. a la micción, Gal.3.406.
2 gram. elisión, eliminación de una letra ἔ. τοῦ ι καὶ κρᾶσις τοῦ α p. ej. en κᾶτα Trypho Fr.47, cf. A.D.Coni.238.21, Sch.D.T.146.29, Choerob.in Theod.2.323.32, Sch.Er.Il.4.27, Eust.984.15.
3 supresión ἔ. τῆς ξηρᾶς τροφῆς Plu.2.689e.
German (Pape)
[Seite 760] ἡ, das Heraus-Wegdrücken; Arist. Meteorl. 1, 4; Medic. Bei den Gramm. = Ausstoßen eines Buchstaben.
Greek (Liddell-Scott)
ἔκθλιψις: ἐκθλίψεως, ἡ, τὸ διὰ πιέσεως ἐξάγειν, Ἱππ. Ἀφ. 1261, Ἀριστ. Μετεωρ. 1. 4, 11, κ. ἀλλ. ΙΙ. κατάθλιψις, Ἑβδ. Μιχ. Ζ, 2, διαφ. γρ. ἀντὶ τοῦ ἐκθλιβή. ΙΙΙ. «ἔκθλιψις δέ ἐστιν αὖθις ἀποβολὴ τοῦ ἀνομοίου συμφώνου, ὡς ἔχει ἐκ τοῦ σκηπτοῦχος σκηπτροῦχος» κτλ. Δράκων σ. 160, Γρηγόρ. Κορίνθου 681 § XXIII, ἀλλ’ ἐν σελίδι 678 § ΧΙ «ἔκθλιψις μέν ἐστιν, ὅταν δύο λέξεις συνάπτωνται ἐκθλιβομένου φωνήεντος ἢ φωνηέντων, ἢ φωνήεντος καὶ συμφώνου, καὶ ἀντ’ αὐτῶν ἀποστρόφου τιθεμένης».
Russian (Dvoretsky)
ἔκθλιψις: ἐκθλίψεως ἡ
1 выдавливание (ἔκκρισις ὑπὸ τῆς ἐκθλίψεως Arst.);
2 грам. эктлипс (выпадение средних букв, напр. σκῆπτον вм. σκῆπτρον);
3 грам. элизия (опущение краткой конечной гласной перед начальной гласной следующего слова, напр. θέλοιμ᾽ ἄν вм. θέλοιμι ἄν).
Translations
affliction
Armenian: վիշտ; Bulgarian: болка, измъчване, огорчение; Chinese Cantonese: 痛苦; Mandarin: 痛苦; Dutch: lijden, pijn; Esperanto: aflikto; Finnish: kärsimys, tuska; French: affliction, détresse; Galician: anoto; German: Leiden, Behinderung; Gothic: 𐍃𐌻𐌰𐌷𐍃, 𐌰𐌲𐌲𐍅𐌹𐌸𐌰; Greek: συμφορά, βάσανο; Ancient Greek: ἀπόκναισις, ἄχεα, ἄχη, ἀχθηδών, ἄχος, δυηπάθια, δυηπαθίη, δυσπάθεια, δυσπαθία, δυσχέρημα, ἔκθλιψις, ἔτασις, θλῖψις, κακοπάθεια, κακοπαθία, καταπόνησις, λύπη, μέρμηρα, ξυνοχή, πεῖσις, πένθος, πωρητύς, σαββώ, συνοχή, συντριβή, σύντριμμα, συντριμμός, τὰ δύσφορα; Irish: angar, galar, doilíos; Italian: afflizione; Ladino: afrision, afriisyon; Malay: kepayahan; Plautdietsch: Älent; Polish: cierpienie, przypadłość, afekcja; Portuguese: aflição; Russian: страдание, печаль, огорчение, боль, горе, мучение; Serbo-Croatian: patnja, trpljenje; Spanish: aflicción, tribulación, quebranto; Turkish: ızdırap, dert, keder