ἀτέλεστος

Revision as of 19:49, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_1)

English (LSJ)

ον,

   A without end, issue, or effect, unaccomplished, ἅλιον θεῖναι πόνον ἠδ' ἀ. Il.4.26, cf. 57,168, Od.2.273; σῖτον ἔδοντες μὰψ αὔτως ἀ. 16.111; τὰ δέ κεν θεὸς ἢ τελέσειεν ἤ κ' ἀτέλεστ' εἴη 8.571, cf. Tab.Defix.Aud.68b: rare in Prose, of prayers, not deserving of accomplishment, Antipho 1.22; ἀ. κῶνος truncated cone, Hero *Stereom.1.16: neut. pl. as Adv., inconclusively, ἀ. λαλεῖν AP12.21 (Strat.).    II uninitiated in. ., c. gen., βακχευμάτων E.Ba.40: metaph., ἀ. ἱερῶν καὶ μυστηρίων τῆς πολιτείας Plu.Flam.2: abs., ἀ. καὶ ἀμύητος Pl.Phd.69c, cf. Arist.Rh.1419a4, Phld.Acad.Ind.p.4 M.; ἀ. τῷ θεῷ Ael.VH3.9; prob. unmarried, Tab. Defix.Aud.68a.    III = ἀτελής III, χώρα D.Prooem.55.    IV endless, eternal, Parm.8.4.

German (Pape)

[Seite 384] 1) unvollendet, d. i. a) ohne Erfolg, neben ἁλίη, ὁδός Od. 2, 273; πόνος Il. 4, 57; μὰψ αὔτως, ἀτέλεστον, σῖτον ἔδοντας Od. 16, 111, immerfort. – b) unausgeführt, Od. 8, 571. 18, 345; ἀτέλεστα λαλεῖν, vergebens, Strat. 16 (XII, 21). – c) was nicht ausgeführt werden darf, neben ἀθέμιτα Antiph. 1, 22. – 2) nicht eingeweiht, βακχευμάτων Eur. Bacch. 40; neben ἀμύητος, ohne höhere Bildung, Plat. Phaed. 69 c; τῶν ἱερῶν καὶ μυστηρίων Plut. Flam. 2; τῷ θεῷ Ael. V. H. 3, 9.

Greek (Liddell-Scott)

ἀτέλεστος: -ον, ὁ ἄνευ τέλους ἢ ἀποτελέσματος, ἄσκοπος, ἀνεκπλήρωτος, ἀκατόρθωτος, ὁ μὴ μέλλων νὰ ἐκτελεσθῆ, ἅλιον θεῖναι πόνον ἠδ’ ἀτέλεστον, «ἀπλήρωτον» (Σχόλ.), Ἰλ. Δ. 26, πρβλ. 57, 168, Ὀδ. Β. 273· μὰψ αὔτως ἀτέλεστον Ὀδ. Π. 111 (ἔνθα ἴσως εἶναι ὡς ἐπιρρ.)· τά δε κεν θεὸς ἢ τελέσειεν, ἢ κ’ ἀτέλεστ’ εἴη Θ. 571· σπάνιον παρὰ πεζοῖς, Ἀντιφῶν 113, 39: - ἀτέλεστα ὡς ἐπίρρ., μάτην, λαλεῖν Ἀνθ. Π. 12. 21. ΙΙ. ὁ μὴ μεμυημένος, ὁ μὴ μυσταγωγηθείς, μετὰ γεν., ἀτέλεστον οὖσαν τῶν ἐμῶν βακχευμάτων Εὐρ. Βάκχ. 40· ἀπολ., ὃς ἂν ἀμύητος καὶ ἀτέλεστος εἰς ᾅδου ἀφίκηται, ἐν βορβώρῳ κείσεται Πλάτ. Φαίδων 69C, πρβλ. Ἀριστ. Ρητ. 3. 18, 1· ἀτ. τῷ Θεῷ Αἰλ. Π. Ἱστ. 3. 9: - ἐντεῦθεν παρ’ Ἐκκλ. ἀβάπτιστος, Γρηγ. Ναζ. 658. ΙΙΙ, Δημ. 1461. 16, ἴδε Reisk. ἐν τόπῳ.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
I. inachevé, d’où
1 qui ne s’accomplit pas;
2 sans effet, vain;
3 qui ne se termine pas, sans fin;
II. non initié à, gén. ou dat..
Étymologie: ἀ, τελέω.