πλάτη

Revision as of 19:50, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_4)

English (LSJ)

[ᾰ], Dor. πλάτα, ἡ, (πλατύς)

   A flat or broad object:    1 blade of an oar: and generally, oar, A.Ag.695 (lyr.), S.Aj.358(lyr.), E. Hec.39, al.; ναυτίλῳ π. by ship, by sea, S.Ph.220; οὐρίῳ π. with a fair voyage, ib.355; βάρβαρος π. E.Hel.192(lyr.); πλάτῃ φυγεῖν Id.IT242; οἷον πλάταις, of the tails of some crustacea, Arist.PA684a3; ὥσπερ πτερύγια ἢ πλάτας, of the feet of others, ib.13; of the membranes or lobes attached to the toes of certain birds, ib.694b5.    2 χερσαία π. winnowing fan, or (as others expl.) shepherd's crook, Lyc.96.    3 in pl., shoulder-blades, Hp.Loc.Hom.6, Poll.2.133, Hsch.: sg., SIG 1024.7 (Myconos, iii/ii B.C.).    b broad ribs, Poll.2.181.    4 sheet of papyrus, AP13.21 (Theodorid.).    II paling, POxy.707.32 (ii A.D.), 1674.10 (iii A.D.).

German (Pape)

[Seite 626] ἡ, auch πλάτα, ἡ, Platte, die platte, breite Oberfläche eines Körpers; bes. das breite, untere Ende des Ruders, Aesch. Suppl. 127 Ag. 679; ἅλιον ὃς ἐπέβας ἑλίσσων πλάταν, Soph. Ai. 351; O. C. 721; u. allgemeiner, τίνες πότ' ἐς γῆν τήνδε ναυτίλῳ πλάτῃ κατέσχετε, Phil. 220; πλάτῃ φυγόντες, Eur. I. T. 242; ναυπόρῳ πλάτῃ, Troad. 877, u. öfter; ναυτίλος, Ar. Ran. 1205; sp. D., wie Opp. Cyn. 2, 230. – Auch die Rippenknochen, Poll. 2, 133; – χερσαία πλάτη, Lycophr. 96, der Hirtenstab.

Greek (Liddell-Scott)

πλάτη: Δωρ. πλάτα, ἡ (πλᾰτὺς) πλατεῖα ἢ εὐρεῖα ἐπιφάνεια: 1) τὸ πλατὺ μέρος κώπης, Λατ. palmula remi, καὶ καθόλου κώπη, Αἰσχύλ. Ἀγ. 695, Σοφ. Αἴ. 359, καὶ συχν. παρ᾿ Εὐρ.· ἐντεῦθεν παρὰ ποιηταῖς, ναυτίλῳ πλάτῃ, διὰ πλοίου, διὰ θαλάσσης, Σοφ. Φιλ. 220· οὐρίῳ πλάτῃ, ἐν εὐπλοίᾳ, (μὲ οὔριον ἄνεμον), αὐτόθι 355· βάρβαρος πλ. Εὐρ. Ἑλ. 192· πλάτῃ φυγεῖν ὁ αὐτ. ἐν Ι. Τ. 242· ― ἐπὶ τῶν οὐρῶν μαλακοστράκων τινῶν, Ἀριστ. π. Ζ. Μορ. 4. 8, 3· ἐπὶ τῶν ποδῶν ἄλλων τοιούτων, αὐτόθιὡσαύτως ἐπὶ τῶν ὑμένων τῶν συνημμένων εἰς τοὺς πόδας πτηνῶν τινων (κατ᾿ ἀντίθεσιν πρὸς τὰ στεγανόποδα) οἷον τῆς φαλαρίδος κλ., αὐτόθι 4. 12, 24. 2) χερσαίας πλάτης, «πτύου ἢ τῆς καλαύροπος· ἡ δὲ καλαῦροψ ῥάβδος ἐστι ποιμενικὴ» (Τζέτζ.), Λυκόφρ. 96. 3) ἐν τῷ πληθ., ὡς τὸ ὠμοπλάται, Ἐρωτιαν. σ. 304, πρβλ. Ἱππ. 410, 31, Πολυδ. Β´, 133. Ἡσύχ.· ― ὡσαύτως.

French (Bailly abrégé)

ης (ἡ) :
extrémité plate de la rame ; vaisseau.
Étymologie: πλατύς.