βέλτιστος

Revision as of 19:50, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_1)

English (LSJ)

η, ον, Dor. βέντ-, Sup. of ἀγαθός,

   A best, most excellent, β. ἀνὴρ γενενῆσθαι περὶ τὸν δῆμον Ar.Eq. 765; ὦ βέλτιστε or β., a common mode of address, my dear friend, Id.Pl.1172, Antiph.289, Pl.R.337e, etc.; ὦ βέλτιστε σύ Eub.106; ὦ β. ἀνδρῶν Pl.Grg.515a; ὦ ἄριστε καὶ β. Id.Lg.902a; βέντισθ' οὗτος Theoc.5.76; ὑπὲρ τὸ β. A.Ag.378; οἱ β. or τὸ β. the aristocracy, X. HG5.2.6, Cyr.8.1.16, Ath.1.5, etc.; τὸ β., in Philos., the highest good, Pl.Phd.99a, 99b, Epict.Ench.51, etc.; τὰ β. βουλεύειν Th.4.68; οὐκ ἀπὸ τοῦ β. ἀναστρέφεσθαι SIG593.7(ii B. C.), PTeb.282.8 (ii A. D.). Adv. βέλτιστα X.Oec.7.29, etc.; βελτίστως Simp. in Cael.419.25.

German (Pape)

[Seite 442] superl. zu ἀγαθός, der trefflichste, beste; häufig ὦ βέλτιστε, Plat. u. Ar. aus der Umgangssprache, ironisch; τὸ βέλτιστον, das Beste, sowohl das moralisch Gute, als das Nützliche, Zuträglichste, ὠφέλιμον erklärt, Plat. Alc. II, 145 c; βέλτιστα, aufs beste, Plat. u. Folgde; ἀπὸ τοῦ βελτίστου Dion. Hal. 1, 76. Bei Xen. Ath. 1, 5. 3, 10 stehen οἱ βέλτιστοι u. τὸ βέλτιστον, optimates, dem δῆμος entgegen.

Greek (Liddell-Scott)

βέλτιστος: -η, -ον, Δωρ. βέντ-, ὑπερθ. τοῦ ἀγαθός, Ἀριστοφ. Ἱππ. 765, Πλάτ., κτλ.· β. γενενῆσθαι περί τινα, ἔχω ὑπηρετήσει αὐτὸν ἐξόχως, ἔχω βοηθήσει, Ἀριστοφ. Ἱππ. 765· - ὦ βέλτιστε ἢ βέλτιστε, κοινὸς τρόπος προσφωνήσεως, φίλε μου, «ἀδελφέ», Ἀριστοφ. Πλ. 1172, Ἀντιφ. ἐν Ἀδήλ. 42, Πλάτ., κτλ.· - ὦ βέλτιστε σὺ Εὔβουλ. Σφιγγ. 3· ὦ β. ἀνδρῶν Πλάτ. Γοργ. 515Α, κτλ.· βέντισθ’ οὗτος Θεόκρ. 5.76· - ὑπὲρ τὸ βέλτιστον Αἰσχύλ. Ἀγ. 378· - οἱ βέλτιστοι ἢ τὸ βέλτιστον, οἱ ἄριστοι, ἡ ἀριστοκρατία, Λατ. optimates, (ὡς τό οἱ ἀγαθοί, κτλ.), Ξεν. Ἑλλ. 5. 2, 6, Κύρ. 8. 1, 16, Ἀθην. Πολ. 1. 5, κτλ.· - τὸ βέλτιστον, ἐν τῇ φιλοσοφίᾳ, τὸ ἀπόλυτον ἀγαθόν, τὸ ἀπολύτως ἄριστον, Πλάτ. Φαίδων. 99Α, Β, κτλ.

French (Bailly abrégé)

η, ον :
Sp. de ἀγαθός, très bon, excellent, le meilleur ; οἱ βέλτιστοι XÉN les grands ; τὸ βέλτιστον PLAT le mieux possible, le mieux en soi t. de philos. ; souv. dans le dialogue βέλτιστε, ô mon excellent ami !.
Étymologie: cf. βελτίων.