γεραίρω

Revision as of 19:50, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_1)

English (LSJ)

Ep. impf.

   A γέραιρον Il.7.321: fut. γερᾰρῶ Jusj. ap. D.59.78, Epigr.Gr.992 (Balbilla): aor. 1 ἐγέρηρα CIG2936 (Tralles), APl. 4.183.7, Orph.A.507, γέρηρα IG4.1475 (Epid.); ἐγέρᾱρα Pi.O.5.5, N.5.8: (γεραρός):—honour, reward with a gift, νώτοισιν δ' Αἴαντα διηνεκέεσσι γέραιρεν Il.7.321, cf. Od.14.437,441, etc.: generally, honour, τινά Pi.O.3.2: c. dat. modi, βωμοὺς ἑορταῖς ib.5.5; τινὰ ἐπινικίοις B.2.8; γένος θεῶν γ. φωνῇ Ar. Th.961 (lyr.); δώροις καὶ ἀρχαῖς καὶ ἕδραις καὶ πάσαις τιμαῖς X. Cyr.8.1.39; στεφάνοις τοὺς νικῶντας Id.HG1.7.33; ὃν . . ἐπεστεφάνωσε γεραίρων IG3.713:—Pass., τίμιος γεραίρεται E.Supp.553; τιμαῖς X.Cyr.8.8.4.    2 γεραίρει· τέρπει, Hsch.:—Pass., γεραιρόμενα μνίοισι prob. in Nic.Al.396.    3 reversely, γ. τινί τι present as an honorary gift, τὰ Ἰοβάκχεια τῷ Διονύσῳ Jusj. ap. D.l.c.    II celebrate, τὰ πάθεα τραγικοῖσι χοροῖσι Hdt. 5.67; χορείαις θυσίαν Pl.Lg.799a, cf. Epin.980b.—Not in early Prose, exc. Hdt., X., and Pl.: in later Prose, Ph.1.186, Arr.Ind.8.5 (Pass.), Porph.Abst.2.16, etc.

German (Pape)

[Seite 485] (entstanden aus γεραριώ, von γεραρός), auszeichnen, ehren; Hom. dreimal, τινά τινι, Einen mit etwas ehren, von der Auszeichnung, welche man Jemandem dadurch erweis't, daß man ihm bei Tische außer dem gleichen Antheil am Essen noch ein besonderes schönes Stück giebt: Odyss. 14, 437 νώτοισιν δ' Ὀδυσῆα διηνεκέεσσι γέραιρεν ἀργιόδοντος ὑός; 441 μὲ ἀγαθοῖσι γεραίρεις; Iliad. 7, 321 νώτοισιν δ' Αἴαντα διηνεκέεσσι γέραιρεν ἥρως Ἀτρείδης, aus der Odyss. entlehnt, Füllstück zwischen dem sechsten und dem siebenten Liede Lachmanns. – Oefter bei Pind., βωμοὺς ἐγέραρεν ἑορταῖς Ol. 5, 5; vgl. Nem. 5, 8; χοροὶ ἐγέραιρον οἴκους Eur. El. 712; τίμιος γεραίρεται Suppl. 569; φωνῇ, mit Gesang preisen, Ar. Th. 961; θυσίαν χορείαις ποίαισι Plat. Legg. VII, 799 a; vgl. Epin. 980 b; ἐγέραιρε τιμαῖς Xen. Cyr. 8, 1, 39; τὰ θεοίνια τῷ Διονύσῳ Dem. 59, 78, d. i. feiern; sp. D.

Greek (Liddell-Scott)

γεραίρω: Ἐπ. παρατ. γέραιρον Ἰλ. μέλλ. γερᾰρῶ Ἀνθ. II. παραρτ. 393· ἀόρ. α΄ ἐγέρηρα Συλλ. Ἐπιγρ. 2936, Ἀνθ., γέρηρα Συλλ. Ἐπιγρ. 1167· ἐγέρᾱρα Πίνδ. Ο. 5. 11, Ν. 5. 15· πρβλ. ἐπιγεραίρω· (γέρας). Τιμῶ ἢ ἀνταμείβω διὰ δώρου, νώτοισιν δ’ Αἴαντα διηνεκέεσσι γέραιρεν Ἰλ. Η. 321, πρβλ. Ὀδ. Ξ. 437. 441, κτλ.· καθόλου, τιμῶ, δοξάζω, τινὰ Πίνδ. Ο. 3. 3· μ. δοτ. τρόπου ἢ ὀργάνου, βωμοὺς ἑορταῖς αὐτόθι 5. 11· γ. τινὰ φωνῇ Ἀριστοφ. Θεσμ. 961· δώροις και ἀρχαῖς καὶ ἕδραις καὶ πάσαις τιμαῖς Ξεν. Κύρ. 8. 1, 39· στεφάνοις ὁ αὐτ. Ἑλλ. 1. 7, 33· ὃν… ἐστεφάνωσε γεραίρων Ἐπιτάφ. ἐν Συλλ. Ἐπιγρ. 401. – Παθ., τίμιος γεραίρεται Εὐρ. Ἱκέτ. 553· τιμαῖς Ξεν. Κύρ 8. 8, 4. 2) τἀνάπαλιν, γ. τινί τι, παρέχω ὡς τιμητικὸν δῶρον, δωροῦμαι, τὰ Ἰοβάκχεια τῷ Διονύσω παρὰ Δημ. 1371. 25· οὕτω μέσος τις ἀόρ. ἀπαντᾷ ἔν τινι ἐπιτυμβ., γονέσι μνῆμα γερασσάμενος Ἐπιγράμμ. Ἑλλήν. 425. ΙΙ. ἑορτάζω, τὰ πάθεα τραγικοῖσι χοροῖσι Ἡρόδ. 5. 67. – Ποιητ. λέξις ἐν χρήσει παρ’ Ἡροδ. ἔνθ’ ἀνωτ. καὶ Ξεν.· τὸ τοῦ Πλάτ. Πολ. 468D ἀναφέρεται εἰς Ἰλ. ἔνθ’ ἀνωτ.

French (Bailly abrégé)

f. γεραρῶ, ao. ἐγέρηρα, pf. inus.
Pass. seul. prés.
honorer ou récompenser par une marque d’honneur : τινά τινι offrir qch en présent à qqn, comme, marque d’honneur ; honorer, glorifier : δώροις καὶ πάσαις τιμαῖς XÉN par des présents et toute sorte d’honneurs ; Pass. être honoré : τιμαῖς XÉN de marques de considération.
Étymologie: γέρας.