δεξιά

Revision as of 19:51, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_1)

English (LSJ)

Ion. δεξ-ιή (fem. of δεξιός), ἡ,

   A right hand, opp. ἀριστερά (left), δεξιῇ ἠσπάζοντο Il.10.542; ἐκ δεξιᾶς on the right, Ar.Eq.639; δεξιᾶς abs.,IG2.733 A,835; ἐν δεξιῇ ἔχειν τὰ οὔρεα keep them on the right (as you go), Hdt.7.217, cf. Th.2.19,98, etc.; ἐν δ. λαβεῖν τὴν Σικελίαν Id.7.1; so Ἐπίδαμνός ἐστι πόλις ἐν δ. ἐσπλέοντι . . on your right as you sail in... Id.1.24; πορεύεσθαι τὴν εἰς δ. (sc. ὁδόν) Pl.R.614c; ἐπὶ δεξιᾶ τοῦ βήματος Plu.2.192f.    2 in welcoming or saluting (as we shake hands), δεξιὰν διδόναι Ar.Nu.81; προτείνειν, ἐμβάλλειν, etc. (v. sub vocc.); esp. as a sign of assurance, pledge or treaty, σπονδαὶ . . καὶ δεξιαὶ ᾗς ἐπέπιθμεν Il.2.341; δεξιὰς δόντες καὶ λαβόντες having exchanged assurances, X.An.7.3.1, cf. 1.1.6; δεξιὰς παρὰ βασιλέως φέρειν μὴ μνησικακήσειν bring pledges that he would not... ib.2.4.1; δεξιᾶς πίστις μεγίστη E.Med.21; φυλάσσειν, τηρεῖν τὴν δ., PFay.124.13, POxy.533.18:—χείρ is never expressed in Hom., but is used later, χεῖρα δ. S.Ph.912, 1254, etc.; φεῦ δ. χείρ E.Med.496; χειρὸς δ. ib.899, etc.; τὴν χεῖρα δὸς τὴν δ. Ar.Nu.81.

German (Pape)

[Seite 546] ἡ, fem. von δεξιός, w. m. s.

Greek (Liddell-Scott)

δεξιά: Ἰων. –ιή, (θηλ. τοῦ δεξιός), ἡ, ἡ δεξιὰ χείρ, ἀντίθ. τῷ ἀριστερά· δεξιῇ ἠσπάζοντο Ἰλ. Κ. 542· ἐκ δεξιᾶς, εἰς τὰ δεξιά, Ἀριστοφ. Ἱππ. 639· ἐν δεξιᾷ ἔχειν τὰ οὔρεα, νὰ ἔχῃ τις τὰ ὄρη εἰς τὰ δεξιά του ἐνῷ πορεύεται, Ἡρόδ. 7. 217, πρβλ. Θουκ. 2. 19, 98, κτλ.· ἐν δ. λαβεῖν τὴν Σικελίαν ὁ αὐτ. 7. 1· οὕτω, Ἐπίδαμνός ἐστι πόλις ἐν δ. ἐσπλέοντι..., εἰς τὰ δεξιὰ ἐνῷ εἰσέρχεταί τις..., ὁ αὐτ. 1. 24· ὡσαύτως, ἀπὸ τῶν δεξιῶν Ἀριστ. Οὐρ. 2. 2, 4· εἰς τὰ δ., ὁ αὐτ. Προβλ. 26, 31· ἐπὶ δεξιᾷ τοῦ βήματος Πλούτ. 2. 192F· ―συχν. ἐν χρήσει ἐπὶ ἀσπασμοῦ ἢ χαιρετισμοῦ ἢ ὑποδοχῆς, δεξιὰν διδόναι Ἀριστοφ. Νεφ. 81· προτείνειν, ἐμβάλλειν, κτλ (ἴδε τὰς λέξ.). 2) ὡς σημεῖον βεβαιώσεως, ὡς ἐπικύρωσις συνθήκης, σπονδαὶ... καὶ δεξιαὶ, ᾗς ἐπέπιθμεν Ἰλ. Β. 341., Δ. 159· δεξιὰς δόντες καὶ λαβόντες, ἀνταλλάξαντες βεβαίωσιν, συνάψαντες συνθήκην, Ξεν. Ἀν 7. 3, 1· ὡσαύτως, δεξιὰν ἔλαβον καὶ ἔδωκα αὐτόθι 1. 1. 6· ἔτι δὲ καὶ δεξιὰς παρὰ βασιλέως φέρειν μή..., φέρω διαβεβαίωσιν παρὰ τοῦ βασ. ὅτι αὐτός δὲν θὰ..., αὐτόθι 2. 4, 1, πρβλ. Πόρσ. Μηδ. 21. ― Ἄν καὶ τὸ δεξιὰ εἶναι φανερῶς θηλ. τοῦ δεξιός, κεῖται σχεδὸν ἀείποτε ὡς οὐσιαστ. ἄνευ τοῦ χείρ· οὕτως ἀείποτε παρ’ Ὁμ. (ἄν καὶ ἐκεῖνος μεταχειρίζεται τὸν τύπον δεξιτερή, καὶ μετὰ τοῦ χεὶρ καὶ ἄνευ αὐτοῦ)· ἀλλ’ εὑρίσκομεν χεῖρα δ. Σοφ. Φ. 912, 1254, κτλ. φεῦ δ. χεὶρ Εὐρ. Μηδ. 496· χειρὸς δ. αὐτόθι, κτλ.· τὴν χεῖρα δὸς τὴν δ. Ἀριστοφ. Νεφ. 81.

French (Bailly abrégé)

ᾶς (ἡ) :
s.e. χείρ;
la main droite : ἐν δεξιᾷ, ἐπὶ δεξιᾷ, à droite ; ἐν δεξιᾷ ἔχειν τι, avoir qch (une montagne, un pays, etc.) à sa droite ; δεξιὰν διδόναι, donner la main à qqn ; ἀνατείνειν XÉN tendre la main ; δεξιὰν λαβεῖν καὶ δοῦναι XÉN prendre et donner la main droite, càd s’engager mutuellement ; αἱ δεξιαί IL serrements de main en signe de foi jurée ; δεξιᾶς παρὰ βασιλέως φέρειν μή XÉN apporter du grand roi des assurances que… ne.
Étymologie: fém. de δεξιός.