δημιουργέω

Revision as of 19:51, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_1)

English (LSJ)

(cf. 11. infr.),

   A practise a handicraft, Pl.Plt.288d, etc.; τινί for one, Id.Lg.846e, R. 342e: metaph., ἡ δημιουργήσασα φύσις Arist.PA645a9.    2 c. acc. rei, work at, fabricate Pl.Plt.288e; ἡ φύσις οὐδὲν δ. μάτην Arist.IA711a18, cf. PA647b5; δ. τὸν υἱὸν εἰς ἀρετήν to train him to... Plu.Cat.Ma.20:—Pass., to be wrought or fabricated, Pl.R.414d, al.; τὰ δημιουργούμενα products of arts and crafts, Arist.EN1094b14.    3 of divine power, create, τὸν ὁρατὸν κόσμον Ph.1.4; ὁ δημιουργῶν θεός Numen. ap. Eus.PE11.18.6, cf. Dam.Pr.304, etc.:— Pass., Procl.Inst.207.    II hold office of δημιουργός, CIG4415b (Iotapata), etc.; of a woman, Supp.Epigr.1.393 (Samos, i B. C.); δαμιοργέοντος Μίκκωνος IG9(1).330 (Locr.); to be a civil official, opp. στρατηγέω, Artem.2.22.    b c. acc., administer, δαμιουργεόντων τὰ ἱερά IG9(1).32.44 (Stiris).

German (Pape)

[Seite 562] ein δημιουργός sein, s. d. W.; meist in allgemeiner Bdtg: verfertigen, arbeiten; οἰκέται τινὶ δημιουργοῦντες Plat. Legg. VIII, 846 e; τέχναι δημιουργοῦσαι Polit. 281 e; θεός Soph. 265 c; σύνθετα ἐκ μὴ συντιθεμένων εἴδη Polit. 288 e; δεδημιουργημένη φύσις Tim. 80 e; Arist. u. Folgende; τὸν υἱὸν εἰς ἀρετήν, zur Tugend bilden, Plut. Cat. mai. 20; Staatsgeschäfte treiben, Artemidor. 2, 22.

Greek (Liddell-Scott)

δημιουργέω: εἶμαι δημιουργός, ἀσκῶ ἐπάγγελμά τι, ἐργάζομαι, Πλάτ. Σοφ. 219C, κτλ.· τινι, διά τινα, ὁ αὐτ. Νόμ. 846Ε· ἡ δύναμις ἡ δημιουργήσασα, ἡ ἐνεργήσασα, Ἀριστ. Ζ. Μ. 2. 1. 22, πρβλ. 1. 5, 4 καὶ 5, καὶ ἀλλ. 2) μετ’ αἰτ. πράγμ., ἐργάζομαι εἴς τι, φιλοτεχνῶ, Πλάτ. Πολιτ. 388Ε· δ. τὸν υἱὸν εἰς ἀρετήν, ἀσκῶ, γυμνάζω, καταρτίζω…, Πλούτ. Κάτωνι Πρεσβ. 20. - Παθ., κατασκευάζομαι, διαπλάττομαι· συχνὸν παρὰ Πλάτ.· τὰ δημιουργούμενα, τοῦ χειρώνακτος ἔργα, τεχνίτου ἔργα, Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 1. 3, 1. ΙΙ. εἶμαι εἷς τῶν ἀρχόντων, οἵτινες καλοῦνται δημιουργοί, Πλάτ. Πολ. 342Ε, Συλλ. Ἐπιγρ. 4415b· δαμιοργέοντος Μίκκωνος, Ἐπιγραφ. Βοιωτ., αὐτόθι 1567.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
1 faire un travail manuel;
2 travailler, produire, créer ; fig. δ. τὸν υἱὸν εἰς ἀρετήν PLUT former son fils à la vertu.
Étymologie: δημιουργός.