διανεύω

Revision as of 19:51, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_2)

English (LSJ)

   A nod, beckon, ταῖς κεφαλαῖς D.S.3.18; τινί to a person, Alex.261.12, Ev.Luc.1.22, Luc.VH2.25.    II bend away from, avoid, τὰς τῶν ὀργάνων ἐπιβολάς τι Plb.1.23.8; ὀργάς Plu.Fr.27.

Greek (Liddell-Scott)

διανεύω: κλίνω τὴν κεφαλήν, προσκαλῶ, ταῖς κεφαλαῖς Διόδ. 3. 18· τινί, κάμνω νεῦμα πρός τινα, Ἄλεξ. Ἀδήλ. 1. 12. ΙΙ. ἀποκλίνω, ἀποφεύγω, τι Πολύβ. 1. 23, 8· πρβλ. διακλίνω.

French (Bailly abrégé)

faire des signes de tête.
Étymologie: διά, νεύω.