διανεύω

From LSJ

μὴ κακὸν εὖ ἔρξῃς· σπείρειν ἴσον ἔστ' ἐνὶ πόντῳ → do no good to a bad man; it is like sowing in the sea

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διανεύω Medium diacritics: διανεύω Low diacritics: διανεύω Capitals: ΔΙΑΝΕΥΩ
Transliteration A: dianeúō Transliteration B: dianeuō Transliteration C: dianeyo Beta Code: dianeu/w

English (LSJ)

A nod, beckon, ταῖς κεφαλαῖς D.S.3.18; τινί to a person, Alex.261.12, Ev.Luc.1.22, Luc.VH2.25.
II bend away from, avoid, τὰς τῶν ὀργάνων ἐπιβολάς τι Plb.1.23.8; ὀργάς Plu.Fr.27.

Spanish (DGE)

I en v. act. intr.
1 hacer movimientos con la cabeza, hacer señas c. dat. de pers. ὁ μὲν ἐμοὶ λαλῶν ἅμα καὶ διανεύων ἠσχολεῖθ' Alex.263.12, διένευον ἀλλήλοις ἐν τῷ συμποσίῳ Luc.VH 2.25, cf. Eu.Luc.1.22, c. dat. instrum. διανεύοντες ὀφθαλμοῖς LXX Ps.34.19, cf. Si.27.22, ταῖς ... κεφαλαῖς ... διανεύοντες D.S.3.18, τῇ χειρὶ ... διανεύων AP 11.148 (Lucill.), sin rég. συνίεμεν γὰρ αὐτῶν διανευόντων les entendíamos por sus movimientos de cabeza Luc.VH 2.44, cf. Salt.64
c. inf. indicar por señas νάρδον ... διένευσ' ἐνεγκεῖν Macho 180, διένευεν ... τὸ εἴδωλον ὠθεῖν el fantasma me hizo señas de que atacase, Erot.Fr.Pap.p.426, τῷ ὄχλῳ διανεύων τῇ χειρὶ ἀναχωρεῖν αὐτοὺς τοῦ βήματος A.Andr.Gr.60.2, tard. tb. en v. med. c. or. complet. διανευόμενοί μοι ὅπως παραγένωμαι πρὸς αὐτούς A.Io.91.2
c. ac. señalar cabeceando οἱ κωφοὶ διανεύουσιν ἀλλήλοις τό ἐκείνης κάλλος Alciphr.Fr.5.
2 decir que no por señas, negar con la cabeza διανευόντων δ' αὐτῇ τῶν παρεστώτων a una persa que hacía la προσκύνησις ante Alejandro, D.S.17.37.
3 girar, hacer girar τὸν τροχὸν τοῦ ἡλίου Apoc.En.18.4, cf. Hsch.
II tr.
1 mover τὰς κεφαλὰς πυκνὰ διανεύουσι Agatharch.41.
2 en v. med. inclinar la cabeza, inclinarse ante c. ac. de pers. Λαομέδων ... ἱκετηρίοις αὐτὸν διανεύεται σχήμασιν Ps.Callisth.5.6E.
3 negarse a, rechazar, evitar διένευον τὰς τῶν ὀργάνων ἐπιβολάς evitaban las acometidas de los dispositivos de ciertas naves de guerra, Plb.1.23.8, τὰς ... ὀργὰς διωθούμενον καὶ διανεύοντα Plu.Fr.148.

French (Bailly abrégé)

faire des signes de tête.
Étymologie: διά, νεύω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

δια-νεύω toeknikken; met dat.. ἀλλήλοις elkaar Luc. 14.25.

German (Pape)

1 zunicken, zuwinken; τινί; ἐμοὶ λαλῶν ἅμα καὶ διανεύων Alexis Ath. II.60b; Luc. V.Hist. 2.25 und andere Spätere
2 vermeiden, ausweichen; καὶ ἐξέκλινον τὰς ἐπιβολάς Pol. 1.25; Plut.

Russian (Dvoretsky)

διανεύω:
1 кивать (ταῖς κεφαλαῖς Diod.);
2 делать знаки (ἀλλήλοις Luc.);
3 досл. отворачиваться, перен. увертываться, избегать (τὰς ἐπιβολάς Polyb.).

Greek (Liddell-Scott)

διανεύω: κλίνω τὴν κεφαλήν, προσκαλῶ, ταῖς κεφαλαῖς Διόδ. 3. 18· τινί, κάμνω νεῦμα πρός τινα, Ἄλεξ. Ἀδήλ. 1. 12. ΙΙ. ἀποκλίνω, ἀποφεύγω, τι Πολύβ. 1. 23, 8· πρβλ. διακλίνω.

English (Strong)

from διά and νεύω; to nod (or express by signs) across an intervening space: beckon.

English (Thayer)

to express one's meaning by a sign, nod to, beckon to, wink at, (διά, because the sign is conceived of as passing through the intervening space to him to whom it is made Winer's De verb. comp. etc. Part v., p. 4): Diodorus 3,18; 17,37; Lucian, ver. hist. 2,44; Icarom. 15; (others).)

Greek Monolingual

(AM διανεύω) νεύω
κάνω νεύματα με το κεφάλι ή τα χέρια, γνέφω
νεοελλ.
1. κινώ
2. τακτοποιώ, διαχειρίζομαι
3. σχετίζομαι
αρχ.-μσν.
(-ομαι)
1. περνώ τον καιρό μου
2. συμπεριφέρομαι
αρχ.
αποφεύγω.

Chinese

原文音譯:dianeÚw 笛阿-扭哦
詞類次數:動詞(1)
原文字根:經過-點頭
字義溯源:用動作點頭,點頭,招手,打手勢,打手式;由(διά)*=通過)與(νεύω)*=點頭)組成
同源字:1) (διανεύω)用動作點頭 2) (νεύω)點頭
同義字:1) (διανεύω)用動作點頭 2) (κατανεύω)頷首,招呼 3) (νεύω)點頭
出現次數:總共(1);路(1)
譯字彙編
1) 打手式(1) 路1:22