σύειος
English (LSJ)
[ῠ], α, ον, (σῦς)
A of swine, χρῖμα σ. hogs'-lard, X.An.4.4.13; τὰ σ. (sc. κρέα) Luc.Hist.Conscr.20; σ. δίκτυα hunting nets, Aen. Tact.11.6.
German (Pape)
[Seite 972] vom Schweine; Xen. An. 4, 4, 13; Luc. hist. conscr. 20.
Greek (Liddell-Scott)
σύειος: -α, -ον, (σῦς) χοίρειος, χοίρινος, Λατ. suilles, χρῖσμα σ. λίπος χοίρειον, Ξεν. Ἀν. 4. 4, 14 (ἔνθα ὁ Murat. σούσινον)· τὰ σύεια (ἐξυπακ. κρέα) Λουκ. πῶς δεῖ Ἱστ. Συγγρ. 20· σ. δίκτυα, θηρευτικὰ δίκτυα, βρόχοι, Αἰν. Τακτ. 11.
French (Bailly abrégé)
α, ον :
de porc ; τὰ σύεια (κρέα) viande de porc.
Étymologie: σῦς.