ἐμφορέω

Revision as of 19:55, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_2)

English (LSJ)

   A = ἐμφέρω:—Pass., to be borne about in or on, c. dat., κύμασιν ἐμφορέοντο Od.12.419; ὕδασι A.R.4.626.    II pour in, ἄκρατον D.S.16.93; fill, πολέμων καὶ ταραχῶν ἅπαντα Agath.1.1:— Med. and Pass., fill oneself with a thing, take one's fill or make much use of it, ἐνεφορέετο τοῦ μαντηΐου Hdt.1.55; to be filled full of, Duris 27 J.; οἴνου, ἀκράτου, Hdn.4.11.3, Plu.2.1067e; κακίας, ἀμαθίας, Ph. 1.204,97; ἀγαθῶν PLips.119 ii 6 (iii A. D.); ἐξουσίας, ὕβρεως, Plu.Cic. 19, Sert.5, etc.; τοῦ τέλους Dam.Pr.288: c. acc. rei, ἄκρατον D.S. 4.4, Ph.2.403, cf. Alciphr.1.35, Thrasym.4, Porph.Abst.1.23, Gal. 6.243: abs., Alciphr.1.1:—Act. in this sense is dub. in Democr. 1a.    III metaph., put upon, inflict on, πληγάς τινι D.S.19.70, Plu. Pomp.3; ἐ. ὕβρεις εἴς τινα Alciphr.1.9:—Med., App.BC3.28.    2 cast in one's teeth, φόνους ἐ. τινί S.OC989.

German (Pape)

[Seite 820] (vgl. ἐμφέρω), 1) in, auf Etwas tragen; Hom. κύμασιν ἐμφορέοντο, Od. 12, 419. 14, 309, sie wurden auf den Wellen einhergetragen, was Ap. Rh. 4, 626 u. Lycophr. 1015 nachahmen. – 2) hineintragen; ἄκρατον, einfüllen, D. Sic. 16, 73; πληγάς τινι, Einem Schläge versetzen, 19, 70; Plut. Ant. 84 u. a. Sp.; auch. ὕβρεις εἴς τινα, Alciphr. 1, 9. – 3) Med. mit aor. pass. (auch ἐνεφορησάμην, D. Sic. 4, 4) im Uebermaaße zu sich nehmen; πέρα τοῦ καλῶς ἔχοντος ἐμφ. τοῦ ἀκράτου Luc. D. D. 18, 2, vgl. Nigr. 25; oft Plut.; mit dem acc., D. Sic. 4, 4; πολλά, Ath. X, 416 a. Uebertr., τοῦ μαντηΐου, sich des Orakels zur Genüge bedienen, Her. 1, 55; τῆς ἐξουσίας, einen unmäßigen Gebrauch davon machen, Plut. Cic. 19; öfter Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ἐμφορέω: ἐμφέρω: - Παθ., περὶ νῆα μέλαιναν κύμασιν ἐμφορέοντο Ὀδ. Μ. 419· ὕδασι Ἀπολλ. Ρόδ. Δ. 626. ΙΙ. κάμνω τινὰ νὰ πίῃ, ποτίζω, καὶ πολὺν ἐμφορήσας ἄκρατον Διόδ. 16. 73: - Μέσ. καὶ παθ., πληρῶ ἐμαυτόν τινος πράγματος, κάμνω πολλὴν χρῆσίν τινος, ὑπερμέτρως μεταχειρίζομαί τι, ἐνεφορέετο τοῦ μαντηΐου Ἡρόδ. 1. 55· πληροῦμαι, ἀνοίας ἐμφορηθῆναι Ἰσοκρ. Ἐπιστ. 10, Βεκκ.· οἴνου ἀκράτου Ἡρωδιαν. 4. 11, Πλούτ. 2. 1067Ε· ἐξουσίας, ὕβρεως, τιμωρίας Πλουτ. Κικ. 19, Σερτ. 5, κτλ.· ὡσαύτως μετ’ αἰτ. πράγμ., ἄκρατον Διόδ. 4. 4, Ἀλκίφρ. 1. 35, Ἀθήν. 416Α· ἀπολ. Ἀλκίφρων 1. 1. ΙΙΙ. μεταφ., ἐμβάλλω, προστρίβομαι, δίδωμι, Λατ. incutere, ἐμφορεῖν πληγάς τινι Διόδ. 19. 70, Πλουτ. Πομπ. 3· ἐμφ. ὕβρεις εἴς τινα Ἀλκίφρων 1. 9· οὕτως ἐν τῷ μέσῳ τύπῳ, Ἀππ. Ἐμφυλ. 3. 28. 2) ἐπισωρεύω ἐπάνω εἴς τινα, ἐπιρρίπτω κατὰ πρόσωπόν τινος, οὓς αἰὲν ἐμφορεῖς (ἐμφέρεις Elms, Herm., κλ.) σύ μοι φόνους πατρὸς Σοφ. Ο. Κ. 989.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
1 porter dans ou sur ; Pass. être porté dans ou sur : κύμασιν OD sur les flots;
2 porter contre : πληγάς τινι PLUT porter des coups à qqn;
Moy. ἐμφορέομαι-οῦμαι (ao. ἐνεφορήθην, rar. ἐνεφορησάμην) porter en soi sans mesure, càd :
1 se remplir de : ἀκράτου PLUT se gorger de vin pur ; fig. avec le gén. : τιμωρίας PLUT se rassasier de vengeance ; ὕβρεώς τε καὶ πικρίας PLUT se porter à des excès d’insolence et de dureté;
2 abuser de : τοῦ μαντηΐου HDT de l’oracle, càd le consulter sans cause ; ἐξουσίας PLUT abuser d’une liberté.
Étymologie: ἐν, φορέω.