ἔννοια

Revision as of 19:56, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_2)

English (LSJ)

ἡ, (νοῦς)

   A act of thinking, reflection, cogitation (συντονία διανοίας Pl.Def.414a); ἄξιον ἐννοίας Id.Lg.657a,al.    2 notion, conception, χρόνου ἔννοια Id.Ti.47a; ἐν ταῖς περὶ τὸ ὂν . . ἐννοίαις Id.Phlb. 59d; ἔ. λαβεῖν to form an idea, opp. αἴσθησιν λαβεῖν, Id.Phd.73c; τοῦ καλοῦ ἔ. ἔχειν Arist.EN1179b15; ἐννοίας χάριν λέγειν Id.Metaph. 1073b12; ἔννοιαι, opp. φαντασίαι, αἰσθήσεις, Id.MA701b17; κατὰ ἀθρόαν ἔ. Epicur.Ep.1p.23U. (but κατὰ πᾶσαν ἔ. θυμοῦ every kind, variety of anger, Phld.Ir.p.90 W.); δοξαστικαὶ ἔ. Epicur.Sent.24; εἰς ἔ. ἔρχεσθαί τινος Plb.1.57.4; εἰς ἔ. τινὸς ἄγειν τινά ib.49.10; ἡ κοινὴ ἔ. the common notion, Id.10.27.8; κοιναὶ ἔ. axioms, heading in Euc.; general ideas, Chrysipp.Stoic.2.154, etc.; ψιλὴ ἔ. mere, i.e. vague, notion, Simp. in Ph.18.1.    3 intent, E.Hel.1026; ἔννοιαν λαβεῖν form a design, Id.Hipp.1027; intention of a testator, Is.1.13; ἔ. ἔχειν περί τι Pl.Lg.769e; ἔ. ἐμποιεῖν put an idea into one's head, Isoc.5.150; ἔ. ἐμπίπτει τινί X.An.3.1.13.    4 good sense, better judgement, παρὰ τὴν ἔννοιαν Plu.2.1077d.    II sense of a word, D.C.69.21.    III Rhet., thought, opp. diction (λέξις), Hermog.Id.2.4, cf. Prog.6.

German (Pape)

[Seite 847] ἡ, der Gedanke, die Vorstellung, der Begriff; χρόνου Plat. Tim. 47 a; ἐν ταῖς περὶ τὸ ὃν ὄντως ἐννοίαις Phil. 59 d; die Bedeutung, ὀνομάτων Galen., D. C. 69, 21; – das Nachdenken, die Erwägung; περὶ τοῦτ' ἔχειν ἔννοιαν, ὅπως Plat. Legg. VI, 769 e; Xen. Cyr. 1, 1, 1; ἔννοια αὐτῷ ἐμπίπτει An. 3, 1, 13; λαβεῖν τινος, woran denken, Eur. Hipp. 1027; Dem. 11, 20; bei Pol. auch = sich eine Vorstellung machen, vermuthen, im Ggstz von ἐπιστήμην καὶ γνώμην ἀτρεκῆ ἔχειν, 1, 4, 9; εἰς ἔννοιαν ἔρχεσθαί τινος, erkennen, 1, 57, 4; – Ansicht, Meinung, τὰς αὐτὰς ἐννοίας ἔχειν περί τινος D. Sic. 14, 56; τοιαύτην ἔννοιαν ἐμποιεῖν τινι, eine Gesinnung einflößen, Isocr. 5, 150.

Greek (Liddell-Scott)

ἔννοια: ἡ, (νοῦς) ἡ ἐνέργεια τοῦ σκέπτεσθαι, σκέψις, λογισμός, ἔννοια συντονία διανοίας Πλάτ. Ὅροι 414Α· τοῦτο δ’ οὖν... ἄξιον ἐννοίας Πλάτ. Νόμοι 657Α, κ. ἀλλ. 2) ἔννοια σχηματιζομένη ἐν τῷ νῷ περί τινος πράγματος, κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς αὐτὸ τὸ πρᾶγμα, χρόνου ἔννοια ὁ αὐτὸς Τίμ. 47Α· ἐν ταῖς περὶ τὸ ὄν... ἐννοίαις ὁ αὐτ. Φίληβ. 59D· ἔννοιαν λαβεῖν, σχηματίσαι ἰδέαν, ἀντίθετον τῷ ἐπιστήμην ἔχειν, ὁ αὐτὸς Φαίδων 73C· τοῦ καλοῦ ἔνν. ἔχειν Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 10. 9, 4· εἰς ἔνν. ἔρχεσθαί τινος Πολύβ. 1. 57. 4· εἰς ἔννοιάν τινος ἄγειν τινὰ ὁ αὐτὸς 1. 49, 10· ἡ κοινὴ ἔνν., ἡ κοινὴ ἀντίληψις, ἡ κοινῶς σχηματιζομένη ἰδέα, ὁ αὐτ. 10. 27, 8· κοιναὶ ἔνν. ἠθικαὶ ἔννοιαι, κοιναὶ παρ’ ἅπασι τοῖς ἀνθρώποις, Ὠριγ. κ. Κέλσ. 1. 4 (παρὰ τοῖς Ἐκκλ. γνώμη, πρβλ. δόξα Ι. 2)· ψιλαὶ ἔνν., ἁπλαῖ ἔννοιαι μὴ ἔχουσαι πραγματικὴν ὑπόστασιν, Πορφυρ. Εἰσαγ., Σιμπλίκ., κτλ. 3) σκέψις, σκοπός, σχέδιον, Ἥρας δὲ τὴν ἔννοιαν ἐν ταὐτῷ μένειν Εὐρ. Ἑλ. 1026· ἔννοιαν λαμβάνω τινός, βάλλω τι εἰς τὸν νοῦν μου, μηδ’ ἂν θελῆσαι, μηδ’ ἂν ἔννοιαν λαβεῖν ὁ αὐτ. Ἱππ. 1027· ἔνν. ἔχειν περί τι Πλάτ. Νόμ. 769Ε· ἔννοιαν ἐμποιῶ, βάλλω τι εἰς τὸν νοῦν τινος, Ἰσοκρ. 112D· ἔννοια αὐτῷ ἐμπίπτει, ἤρχισε νὰ σκέπτηται, Ξεν. Ἀν. 3. 1, 13. ΙΙ. ἡ ἔννοια λέξεως, Δίων Κ. 69. 21. ΙΙΙ. ἐν τῇ Ῥητορικῇ, σκέψις ἐκπεφρασμένη διὰ λέξεων, πρότασις, Ἑρμογέν.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
1 conception, notion, intelligence : ἔννοιαν λαβεῖν PLAT se former une notion (dans l’esprit);
2 réflexion, pensée, idée : ἔννοιαν λαβεῖν τινος EUR faire une réflexion ou avoir une pensée sur qch ; ἔννοιαν ἐμποιεῖν ISOCR se mettre une idée dans l’esprit;
3 p. ext. raison, bon sens : παρὰ τὴν ἔννοιαν PLUT contrairement à la raison.
Étymologie: ἐννοέω.