ἁπλαῖ
From LSJ
ταυτὶ γὰρ συκοφαντεῖσθαι τὸν Ἕκτορα ὑπὸ τοῦ Ὁμήρου → that is a false charge brought against Hector by Homer
English (LSJ)
v. sub ἁπλοῦς.
German (Pape)
[Seite 292] (fem. zu ἁπλοῦς), αἱ, eine Art lakonischer Schuhe, mit einfacher Sohle, Dem. 54, 34.
Greek (Liddell-Scott)
ἁπλαῖ: -ῶν, αἱ, (θηλ. πληθ. τοῦ ἁπλοῦς), εἶδος Λακωνικῶν ὑποδημάτων ἐχόντων ἁπλοῦν (οὐχὶ διπλοῦν) πέλμα, Δημ. 1267. 25.