κρέας

Revision as of 20:01, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_3)

English (LSJ)

τό, Dor. κρῆς (q.v.), Ep. κρεῖας dub. cj. in Anan.5.3; Att. gen.

   A κρέως S.Fr.728; Cret. κρίως GDI5128 (Vaxos): pl. κρέα IG12.84.26, etc.; gen. κρεῶν Od.15.98, Hdt.1.73, IG12.10.7, Ar.Ra.191, etc.; Ep. κρειῶν Il.11.551, al., κρεάων [ᾰ] h.Merc.130; dat. κρέασι Il.12.311, κρέεσσι Orac. ap. Hdt.1.47, κρεάεσσι Epic.in Arch.Pap.7.4. [κρέᾰ Hom., E.Cyc.126, Ar.V.363, al., κρέ) elided Od.3.65, 470, Ar.Th. 558, κρέᾱ Antiph.20 (s.v.l.).]:—flesh, meat, Od.8.477, etc.; ἄρνειον κ. piece of lamb, Pherecr.45, cf. Ar.Pl.1137; ἐρίφειον Antiph.222.6; τρία κρέα [ἢ] καὶ πλείω X.Cyr.2.2.2; τέτταρα . . κρέα μικρά Antiph. 172.3 (anap.): pl., mostly in collect. sense, dressed meat, Od.3.65, etc.; κ. ἑφθά Hdt.3.23; κ. ἀνάβραστα, ὠπτημένα, Ar.Ra.553, Pl.894; κ. ὀρνίθεια Id.Nu.339; βοῶν Id.Pax1280; βόεια Pl.R.338c; δαῖτα παιδείων κρεῶν A.Ag.1242, 1593; κ. Ἀθηναίοις μερίζειν, νέμειν τῷ δήμῳ, IG22.334.15, 24.    2 carcass: hence, body, person, τοῦδε τοῦ κρέως (i.e. ἐμοῦ) S.l.c. (satyric): in Com. addresses, like κάρα, ὦ δεξιώτατον κρέας Ar.Eq.421, cf. 457: prov., ὁ λαγὼς τὸν περὶ τῶν κρεῶν [δρόμον] τρέχει 'to save one's bacon', Zen.4.85, cf. Plu.2.1087b; so νεναυμάχηκε τὴν περὶ τῶν κρεῶν Ar.Ra.191, v. Sch. (κρεϝας, cf. Skt. krauís 'raw meat', Lat. cruor.)

Greek (Liddell-Scott)

κρέας: τό, Δωρ. κρῆς, (ὃ ἴδε) Ἐπικ. κρεῖας Ἀναν. παρ’ Ἀθην. 282Β· Ἀττ. γεν. κρέως Σοφ. Ἀποσπ. 650a, Ἀριστοφ. Βάτρ. 193· ― πληθ., κρέα· Ἀττ. γεν. κρεῶν Ὀδ. Ο. 98, Ἡρόδ. 1. 73, Ἀττ., ἀλλὰ παρ’ Ὁμ. ἀλλαχοῦ Ἐπικ. κρειῶν· κρεάων Ὕμν. Ὁμ. εἰς Ἑρμ. 130· δοτ. κρέασι Ἰλ. Μ. 311, κρέεσσι Χρησμ. παρ’ Ἡροδ. 1. 47· ― Ὁ Ἡσύχ. μνημονεύει καὶ πληθ. κρέατα. κρέᾰ, παρ’ Ὁμ. καὶ τοῖς Ἀττ. ποιηταῖς Elmsl. εἰς Ἀχ. 1049· ὅθεν καὶ ἡ ἔκθλιψις κρέ’ Ὀδ. Γ. 65, 470, Ἀριστοφ. Θεσμ. 558· ― ἀλλὰ κρέᾱ (εἰ ἡ γραφὴ γνησία) Ἀντιφ. ἐν «Ἀκεστρίᾳ» 1, 1, ἔνθα νῦν γράφεται κρέας. Ὡς καὶ νῦν, τεμάχιον σαρκός, Ὀδ. Θ. 477, κτλ., πρβλ. Ἀριστοφ. Πλ. 1137· ἄρνειον κρ. Φερεκρ. ἐν «Δουλοδιδασκάλῳ» 1, 4· ἐρίφειον Ἀντιφ. ἐν «Φιλώτιδι» 1. 6· τρία κρέα ἢ καὶ πλέα Ξεν. Κύρ. 2.2, 2· τέτταρα κρέα… μικρά Ἀντιφ. ἐν «Οἰνομάῳ» 1, 3· ἀλλ’ ἐν τῷ πληθ. κατὰ τὸ πλεῖστον ἐν περιληπτικῇ σημασία, κρέας μεμαγειρευμένον, παρεσκευασμένον, ἔδεσμα ἐκ κρέατος, Ὁμ., κτλ.· κρέα ἑφθὰ Ἡρόδ. 3. 23· κρέα ἀνάβραστα, ὠπτημένα Ἀριστοφ. Βάτρ. 553, Πλ. 894· κρ. ὀρνίθεια Νεφ. 339· βοῶν Εἰρ. 1280· βόεια Πλάτ. Πολ. 338C· δαῖτα παιδείων κρεῶν Αἰσχύλ. εἰς Ἀγ. 1242, 1593. 2) σῶμα· ἐντεῦθεν, ἄνθρωπος, Σοφ. Ἀποσπ. 650a (ἐκ σατυρικοῦ δράματος)· καὶ οὕτως ἐν κωμ. προφωνήσεσιν, ὡς τὸ κεφαλή, ὦ δεξιώτατον κρέας Ἀριστοφ. Ἱππ. 421, πρβλ. 457· παροιμ., λαγὼς τὸν περὶ κρεῶν δρόμον τρέχει, νὰ σώσῃ «τὸ τσιτσί του ἢ «τὸ πετσί του», Παροιμιογρ., πρβλ. Πλούτ. 2. 1087· καὶ οὕτω πιθ. ἑρμηνευτέον τὸ ἐν Ἀριστοφ. Βατρ. 191, τὸν περὶ κρεῶν νεναυμάχηκε, ἀλλ’ ἴδε Σχολ. (Ἐκ τῶν εἰς ει τύπων γεν. πληθ., κρειῶν, κρεῖον, κτλ. πρβλ. πρὸς τὸ Σανσκρ. κρεFj· πρβλ. Λατ. caro· Ἀρχ. Σκανδιν. hrœ, Ἀγγλο-Σαξον. hreaw, Ἀρχ. Γερμ. hreô (πτῶμα).)

French (Bailly abrégé)

(τὸ), gén. κρέατος = att. κρέως ; plur. τὰ κρέατα = κρέα, gén. κρεάτων = κρεῶν;
1 chair, particul. chair à manger, au sg. morceau de viande ; τρία κρέα ἢ καὶ πλέα XÉN trois portions de viande ou plus ; τὰ κρέα viandes, morceaux de viande;
2 corps.
Étymologie: DELG cf. lat. cruor.