Λάμαχος
Greek (Liddell-Scott)
Λάμᾰχος: [ᾱ], -ον, πρόθυμος εἰς μάχην, γνωστὸς τις Ἀθηναῖος μετὰ τοῦ ὀνόματος τοῦ ὁποίου, ἀρέσκεται νὰ παίζῃ ὁ Ἀριστοφάνης, πρβλ. κλαυσίμαχος. (Πιθ. ἐκ τοῦ λᾱ-, μάχομαι, Ἡσύχ.˙ ἀλλ’ ὅμως ἀξία προσοχῆς καὶ ἡ ἐτυμολογία ἐκ τοῦ λαός, μάχη, ὡς τὸ λᾱγέτης, = πρόμαχος τοῦ λαοῦ).
French (Bailly abrégé)
ου (τό) :
Lamachos « très-guerrier » :
1 général athénien;
2 autres.
Étymologie: λα-, μάχομαι.