κλαυσίμαχος
Γήρως δὲ φαύλου τίς γένοιτ' ἂν ἐκτροπή; → Senectutis non habetur effugium malae → Wie könnte man dem schlimmen Alter wohl entflieh'n?
English (LSJ)
κλαυσίμαχον, Rue-the-fight, parody on the name of Lamachus (Ready-for-fight), Ar.Pax1293.
German (Pape)
[Seite 1446] wegen der Schlacht weinend, komische Verdrehung des Namens Lamachus, Ar. Pax 1292.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui pleure de ne pouvoir combattre (jeu de mot sur Lamachos).
Étymologie: κλαίω, μάχομαι.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κλαυσίμαχος -ον [κλαίω, μάχη] de strijd bewenend.
Russian (Dvoretsky)
κλαυσίμᾰχος: (ῐ) шутл. (по аналогии с именем Λάμαχος и βουλόμαχος) плачущий из-за сражения Arph.
Greek (Liddell-Scott)
κλαυσίμᾰχος: -ον, εὑρισκόμενον μετὰ τοῦ βουλόμαχος ἐν Ἀριστοφ. Εἰρ. 1293· ὁ κλαίων διὰ μάχην, ἐπιθυμῶν σφοδρῶς νὰ πολεμήσῃ «ἔπαιξε δὲ παρὰ τὸ τέλος τοῦ Λάμαχος ὀνόματος» (Σχόλ.)·
Greek Monolingual
κλαυσίμαχος, -ον (Α)
(ως κωμ. λογοπαίγνιο του Αριστοφ. για το όνομα Λάμαχος) αυτός που επιθυμεί σφοδρά να πολεμήσει («υἱὸς Λαμάχου,... εἰ σὺ μὴ εἴης ἀνδρὸς βουλομάχου καὶ κλαυσιμάχου τινὸς υἱός», Αριστοφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κλαυσι- (< κλαίω, πρβλ. κλαῦσις) + -μαχος (< μάχη), πρβλ. βουλόμαχος, φυγόμαχος. Σύνθ. του τύπου τερψί-μβροτος].
Greek Monotonic
κλαυσίμαχος: -ον (μάχη), αυτός που λυπάται για τη μάχη, παρωδία του ονόματος του Λαμάχου (ο έτοιμος για μάχη), σε Αριστοφ.
Middle Liddell
κλαυσί-μᾰχος, ον μάχη
rue-the-fight, a parody on the name of La-machus (ready-for-fight), Ar.