πελεμίζω
English (LSJ)
Ep. inf.
A -έμεν Il.16.766 : Ep. aor. πελέμιξα 21.176 :— Pass., Hes. Th.458 : Ep. impf. πελεμίζετο Il.8.443 : aor. πελεμίχθην 17.528 :—Ep. Verb, shake, cause to quiver or tremble, βαθέην πελεμιζέμεν ὕλην Il.16.766 ; τρὶς μέν μιν πελέμιξεν 21.176 ; οὐρίαχον πελέμιζεν ἔγχεος 13.443 ; π. [τόξον] struggle at the bow, in order to bend it, Od.21.125 :—Pass., to be shaken, tremble, quake, ὑπὸ ποσσὶ μέγας πελεμίζετ' Ὄλυμπος Il.8.443, cf. Hes. Th.842 ; ὑπὸ βροντῆς πελεμίζεται εὐρεῖα χθών ib.458 ; ἐπὶ δ' οὐρίαχος πελεμίχθη ἔγχεος it quivered, Il. 17.528 ; πελεμίζετο γυῖα θεοῖο Emp.31. 2 shake or drive from his post, Il.16.108 : aor. Pass., χασσάμενος πελεμίχθη 4.535 ; πελεμιζόμενος ὑπὸ λόγχᾳ Pi.N.8.29.
German (Pape)
[Seite 550] (πάλλω), fut. πελεμίξω, aor. pass. ἐπελεμίχθην, bei Hom. stets ohne Augm., wie ἐλελίζω, schwingen, schwenken, in heftige Bewegung versetzen; βαθέην πελεμιζέμεν ὕλην, Il. 16, 766; τρὶς μέν μιν πελέμιξεν, 21, 176, vgl. 13, 443; auch τόξον, den Bogen mit großer Anstrengung zu spannen versuchen, wobei er heftig bewegt werden mußte, Od. 21, 125. – Pass. u. med. sich heftig bewegen, erzittern, erbeben; τῶν δ' ὑπὸ ποσσὶ μέγας πελεμίζετ' Ὄλυμπος, Il. 8, 443; ὁ δὲ χασσάμενος πελεμίχθη, 4, 535, d. i. mit Gewalt zurückgedrängt werden, wie Pind. πελεμιζόμενοι ὑπὸ λόγχᾳ, N. 8, 29, u. sp. D., Paul. Sil. 71 (X, 74) u. öfter in der Anth.
Greek (Liddell-Scott)
πελεμίζω: Ἐπικ. ἀπαρ. -έμεν· Ἐπικ. ἀόρ. πελέμιξα· ― Παθ., Ἡσ. Θεογ. 458·˙Ἐπικ. παρατ. πελεμίζετο· ἀόρ. πελεμίχθην. Ἐπικ. ῥῆμα, ὡς τὸ ἐλελίζω, σείω, κινῶ, κάμνω τι νὰ σείηται ἢ νὰ τρέμῃ, βαθέην πελεμιζέμεν ὕλην Ἱλ. Π. 766˙ τρὶς μέν μιν πελέμιξεν, παρέσεισεν, Φ. 176, πρβλ. Π 108· οὐρίαχον πελέμιξεν ἔγχεος Ν. 443˙ π. [[[τόξον]]], ἀγωνίζομαι ὅπως κάμψω τὸ τόξον, Ὀδ. Φ. 125. ― Παθ., σείομαι, τρέμω, ὑπὸ ποσσὶ μέγας πελεμίζετ’ Ὄλυμπος Ἰλ. Θ. 442, Ἡσ. Θ. 842˙ ὑπὸ βροντῆς πελεμίζεται εὐρεῖα χθὼν αὐτόθι 458˙ ἐπὶ δ’ οὐρίαχος πελεμίχθη ἔγχεος, «ἐκινήθη, ἐσείσθη» (Σχόλ.) Ἰλ. Ρ. 528. 2) κινῶ τινα ἐκ τῆς θέσεως αὐτοῦ, οὐδ’ ἐδύναντο ἀμφ’ αὐτῷ πελεμίχθη Δ. 535, Ε. 626˙ οὕτω, πελεμιζόμενος ὑπὸ λόγχᾳ Πινδ. Ν. 8. 51. (Ἐκ τοῦ πάλλω, παλάμη, συγγενὲς τῷ πόλεμος)˙ ― Καθ’ Ἡσύχ.: «πελεμίζειν˙ σείειν, κραδαίνειν».
French (Bailly abrégé)
ao. poét. πελέμιξα, ao. Pass. épq. πελεμέχθην;
1 mouvoir avec force : τόξον OD tendre un arc avec force;
2 agiter, secouer, ébranler ; Pass. être agité ou ébranlé fortement;
3 repousser avec force ; à l’ao. Pass. être repoussé avec force.
Étymologie: R.Παλ ou Πελ, agiter ; cf. πάλλω.