στρατηγικός

Revision as of 20:07, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_4)

English (LSJ)

ή, όν,

   A of or for a general, πρᾶξις Pl.Plt.304e; [ἐπιστήμη] Arist.EN1096a32; [τέχνη] ib. 1094a9; ἔργα X.Oec.20.6; οἴκησις PPetr.3p.343 (iii B.C.); κατάλυσις BGU1767.6 (i B.C.); σκηνή Plu. Luc.16; μαχαιροφόρος PGen.31.14 (ii A.D.): ἡ -κή (sc. τέχνη),= στρατηγία 11, Pl.Euthd.290d, etc.: so τὰ σ. X.Cyr.1.6.12; also a treatise on strategy, D.L.5.80; σ. βιβλία Ael.Tact.1.2.    II of persons, suited or fitted for command, general-like, versed in generalship, Pl.Grg.455c, X.Mem.1.1.8, etc.: Sup., Id.Cyr.8.4.7, Phld.Mus. p.76 K. Adv. -κῶς, εὖ καὶ σ. Ar.Av.362: Comp. -ώτερον Plb. 10.32.7.    2 at Rome, praetorian, ἐπαρχία Str.14.6.6; οἱ σ., = milites praetoriani, Plu.Oth.9; σ. βῆμα tribunal praetorium, D.H.5.28.    b = praetorius, ex-praetor, SIG840 (Olympia, ii A.D.).

German (Pape)

[Seite 951] dem Feldherrn oder zum Feldherrn gehörend, ihm geziemend, bes. geschickt zum Feldherrn, in der Feldherrnkunst erfahren; Plat. Ion 540 d Gorg. 455 c; Xen. Cyr. 8, 4, 7; ἔργα, die Werke, Pflichten des Feldherrn, 1, 6, 12; Oec. 20, 6; ἡ στρατηγική, sc. τέχνη, die Feldherrnkunst, Plat. Polit. 304 e Soph. 227 h u. oft; δύναμις, Pol. 1, 84, 6; πρόνοια, 3, 105, 9; dah. auch = listig, εὖ γ' ἀνεῦρες αὐτὸ καὶ στρατηγικῶς, Ar. Av. 362; στρατηγικῶς ἕκαστα συλλογισάμενος, Pol. 11, 16, 5; πολιτικώτερον ἢ στρατηγικώτερον ὑπὲρ τῶν παρόντων ἐβουλεύσατο, 4, 19, 5.

Greek (Liddell-Scott)

στρᾰτηγικός: -ή, -όν, ὁ ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς στρατηγόν, πρᾶξις Πλάτ. Πολιτ. 304Ε· ἐπιστήμη, δύναμις Ἀριστ. Ἠθικ. Νικ. 1. 1, 2., 1. 6, 4, κτλ.· ἔργα Ξεν. Οἰκ. 20, 6· σκηνὴ Πλουτ. Λούκουλλ. 16· - ἡ στρατηγικὴ (ἐξυπακ. τέχνη) στρατηγία ΙΙ, Πλάτ. Εὐθύδ. 290D, κτλ.· - οὕτω, τὰ στρατηγικὰ Ξεν. Κύρ. 1. 6, 12, Ἰσοκρ. 103C· ὡσαύτως, πραγματεία περὶ στρατηγίας, Διογ. Λ. 5. 80. ΙΙ. ἀπὶ προσώπων, ἐπιτήδειοςἁρμόδιος εἰς στρατηγίαν, πεπειραμένος εἰς τὸ στρατηγεῖν καὶ πεπαιδευμένος, Πλάτ. Γοργ. 455C, Ξεν. Κύρ. 8. 4, 7, Ἀπομν. 1. 1, 8, κτλ. - Ἐπίρρ. -κῶς, εὖ καὶ στρ. Ἀριστοφ. Ὄρν. 362· συγκρ. -ώτερον, Πολύβ. 10. 32, 7. 2) ἐν Ρώμῃ, πραιτωριανός, Στράβ. 684, Πλουτ. Ὄθων 9.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
1 qui concerne un général, de général ; τὰ στρατηγικά (ἔργα) la tactique ou les manœuvres du général;
2 habile à commander;
3 postér. qui exerce ou a exercé les fonctions de général;
Cp. στρατηγικώτερος, Sp. στρατηγικώτατος.
Étymologie: στρατηγός.