πραιτωριανός
ἀνιαρῶς τε φέρει τὴν τελευτὴν, καίτοι γε τὸν πρόσθεν χρόνον διαχλευάζων τοὺς μορμολυττομένους τὸν θάνατον, καὶ πρᾴως ἐπιτωθάζων → he bears death with grief, although in a former time he criticized, and mildly derided, those that were fearing death
Greek (Liddell-Scott)
πραιτωριανός: -ή, -όν, ὁ εἰς πραίτωρα ἀνήκων, δορυφόρος, σωματοφύλαξ, milites preatoriam, οἱ δορυφόροι ἢ σωματοφύλακες τῶν αὐτοκρατόρων, Δίων Κ. 53, 25, 5, Ζωναρ. 73, 19, Ἰουστινιαν. Νεαρ. 13, 3, κλπ.
Greek Monolingual
πραιτωριανός, -ή, -όν, ΝΑ, και πραιτοριανός, Ν
1. αυτός που έχει σχέση με τον πραίτωρα ή ανήκει σε αυτόν
2. δορυφόρος, σωματοφύλακας του πραίτωρα
3. το αρσ. ως ουσ. ο πραιτωριανός ή πραιτοριανός
α) στρατιώτης της προσωπικής φρουράς του Ρωμαίου αυτοκράτορα
β) παλαίμαχος τών αυτοκρατορικών χρόνων της Ρώμης
4. (κυρίως στον πληθ.) οι πραιτωριανοί ή πραιτοριανοί
επίλεκτο σώμα του ρωμαϊκού στρατού αποτελούμενο από άνδρες της αυτοκρατορικής φρουράς, οι οποίοι απέκτησαν σταδιακά πολλή μεγάλη δύναμη έτσι ώστε να καθαιρούν και να αναγορεύουν αυτοκράτορες
νεοελλ.
συνεκδ. στρατιωτικά τάγματα πάνω στα οποία στηρίζονται αυτοκράτορες, δικτάτορες και άλλοι τύραννοι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. praetorianus < praetorium (βλ. λ. πραιτώριο)].