πύρωσις

Revision as of 20:09, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_4)

English (LSJ)

εως, ἡ,

   A firing, burning, Thphr.HP5.9.1.    2 exposure to the action of fire, as in cooking, Arist.Pr.928a24, Thphr.HP7.7.2, Lap.4,al.; ἡ ἐν τῷ ὑγρῷ π. boiling, Arist.Mete.380b28; μαλακὴ π. Mnesith. ap. Ath.8.357d.    3 proving by fire, LXX Pr.27.21, 1 Ep.Pet.4.12, Hsch.    4 cautery, Antyll. ap. Orib.44.23.42.    5 destruction by fire, γῆν πυρώσει ἀφανίζων J.AJ1.11.4.    II flame, Arist.Mete.369b6.    III metaph., burning desire, Sch.Ar.Pl.975.    IV fever, S.E.P.2.240: pl., feverish states, Hp.Loc.Hom.27.    2 inflammation, Epicur.Fr.60; στομάχου Dsc.2.124.

German (Pape)

[Seite 826] ἡ, das Brennen, Kochen, Rösten im Feuer, Theophr. u. A.; vgl. Mnesith. bei Ath. VIII, 357 d. – Bei den Aerzten Entzündung, Brand.

Greek (Liddell-Scott)

πύρωσις: -εως, ἡ, (πυρόω) καῦσις, ὕλη πρὸς πύρωσιν Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 5. 9, 1. 2) τὸ ἐκτιθέναι εἰς τὴν ἐνέργειαν τοῦ πυρός, ὡς ἐν τῇ μαγειρικῇ, Ἀριστ. Προβλ. 21. 12, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 7. 7, 2, κ. ἀλλ.· ἡ ἐν ὑγρῷ π., ἡ βράσις, Ἀριστ. Μετεωρ. 4. 3, 11, πρβλ. Μνησίθ. παρ’ Ἀθην. 357D. 3) δοκιμασία διὰ πυρὸς, Ἡσύχ. ΙΙ. θερμότης, ζέστη, Ἀριστ. Μετεωρ. 2. 9, 7., 3. 1, 9. ΙΙΙ. μεταφ., ἐπιθυμία φλογερά, πόθος διακαής, Σχόλ. εἰς Ἀριστοφάν. Πλ. 975, Ἐκκλ.: φλογερὸς ζῆλος, Ἐκκλ.

French (Bailly abrégé)

εως (ἡ) :
action de brûler ; particul. action d’échauffer ; chaleur, ardeur.
Étymologie: πυρόω.