ὑηνός

Revision as of 20:10, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_5)

English (LSJ)

ή, όν,

   A swinish, πρέμματα ὑ, swinish creatures, Pl.Lg.819d.

German (Pape)

[Seite 1175] schweinisch, vom Schweine, dazu gehörig, θρέμματα ὑηνά Plat. Legg. VII, 819 d.

Greek (Liddell-Scott)

ὑηνός: -ή, -όν, (ὗς) χοίρινος, οὐκ ἀνθρώπινον, ἀλλὰ ὑηνῶν τινων εἶναι μᾶλλον θρεμμάτων Πλάτ. Νόμ. 819Ε· - μεταφορ., σκαιός, ἀμαθής, Φώτ. - Πρβλ. ὕειος.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
de porc, qui convient aux porcs.
Étymologie: ὗς.