ὑφαρπάζω

Revision as of 20:11, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_5)

English (LSJ)

Ion. ὑπαρπάζω Hdt. (v. infr.):—

   A snatch away from under, τὴν ἕδραν τινός X.Cyr.8.4.16.    2 take away underhand, filch, μᾶζαν Ar.Eq.56; Κύπριν Id.Th.205, Ec.722:—Med., οὐκ ἂν ὑφαρπάσαιο τἀμὰ παίγνια ib.921 (lyr.); snap up the meaning of a sentence, Id.Nu.490.    3 ὑ. τὸν ἐπίλοιπον λόγον snatch away the rest of what one is going to say, cut it short, Hdt.5.50, 9.91: abs., ἔφη ὑφαρπάσας, interposing hastily, Pl.Euthd.300d.

Greek (Liddell-Scott)

ὑφαρπάζω: μέλλ. -άσομαι, μεταγεν. καὶ -άσω· Ἰων. ὑπαρπάζω. Ἁρπάζω τι ὑποκάτωθέν τινος, τὴν ἕδραν σου ὑφήρπασε Ξεν. Κύρ. Παιδ. 8. 4. 16. 2) ἁρπάζω τι λαθραίως, Λατ. surripere, μᾶζαν... ὑφαρπάσας Ἀριστοφ. Ἱππ. 56· κλέπτειν ὑφαρπάζειν τε θήλειαν Κύπριν ὁ αὐτ. ἐν Θεσμ. 205. Ἐκκλ. 722. ― Μέσ., οὐκ ἂν ὑφαρπάσαιο τἀμὰ παίγνια αὐτόθι 921· ἄγε νυν ὅπως, ὅταν τι προβάλωμεν σοφὸν περὶ τῶν μετεώρων, εὐθέως ὑφαρπάσει ὁ αὐτ. ἐν Νεφ. 490. 3) ὑφαρπάζω τὸν λόγον, ἁρπάζω τὸν λόγον ἐκ τοῦ στόματός τινος, διακόπτω αὐτόν, δὲν ἀφίνω αὐτὸν νὰ ὁμιλήσῃ, προλαβὼν λέγω ἐγώ, ὑπαρπάσας τὸν λόγον Ἡρόδ. 5. 50., 9. 91· οὕτως ἀπολ., ἔφη ὑφαρπάσας Πλάτ. Εὐθύδ. 300C, πρβλ. Ἀριστοφ. Νεφ. 490.

French (Bailly abrégé)

1 enlever vivement de dessous, acc.;
2 ravir secrètement, soustraire, dérober : τι qch ; τὸν λόγον HDT prendre la parole au moment où un autre va la prendre, souffler la parole à qqn;
Moy. ὑφαρπάζομαι dérober pour soi, acc..
Étymologie: ὑπό, ἁρπάζω.