εὐπηγής

Revision as of 15:24, 15 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Autenrieth)

English (LSJ)

ές, = sq., once in Hom., ξεῖνος μέγας ἠδ' εὐπηγής

   A wellbuilt, stout, Od.21.334; μῆτραι Hp.Mul.1.47; δικλίδες A.R.3.236: Dor. perh. εὐπᾱγής, v. εὐπάξ.

Greek (Liddell-Scott)

εὐπηγής: -ές, = εὐπαγής, εὔπηκτος, ἅπαξ παρ᾿ Ὁμήρ., ξεῖνος μέγας ἠδ᾿ εὐπηγής, συμπαγής, ἰσχυρός, ῥωμαλέος, Ὀβ. Φ. 334· μῆτραι Ἱππ. 609. 11. - Καθ᾿ Ἡσύχ. «εὐπηγής· εὖ τεθραμμένος· εὐπαγὴς τῷ σώματι».

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
bien ajusté ; bien bâti, solide, fort.
Étymologie: εὖ, πήγνυμι.

English (Autenrieth)

and ἐύπηκτος (πήγνῦμι): well or firmly joined, well built, Od. 21.334 †, Β , Od. 23.41.