εὐπάξ
From LSJ
Ὑπὲρ εὐσεβείας καὶ λάλει καὶ μάνθανε → Ea fator atque disce, quae pietas probat → Dein Sprechen, Lernen diene nur der Frömmigkeit
English (LSJ)
ᾶγος, ὁ, ἡ, Dor. for εὐπηγής, εὐπᾶγι κύκλῳ cj. for εὐπαγεῖ, E. Or.1428 (lyr.).
Russian (Dvoretsky)
εὐπάξ: ᾶγος Eur. = εὔπηκτος.
Greek (Liddell-Scott)
εὐπάξ: ᾶγος, ὁ, ἡ, Δωρ. ἀντὶ εὐπήξ, εὐπᾶγι κύκλῳ, ἐκ διορθώσεως τοῦ Ἑρμάννου ἀντὶ εὐπαγεῖ ἐν Εὐρ. Ὀρ. 1428.
Greek Monolingual
εὐπάξ -ᾱγος, ὁ, ἡ (Α)
δωρ. τ., βλ. εὐπήξ.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + -παξ (< πήγνυμι), πρβλ. άπαξ].
Greek Monotonic
εὐπάξ: -πᾱγος, ὁ, ἡ, Δωρ. αντί εὐ-πήξ, = εὐπᾰγής, σε Ευρ.
Middle Liddell
[doric for εὐπήξ, = εὐπᾰγής, Eur.]