ἐγχέω

Revision as of 15:26, 15 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Autenrieth)

English (LSJ)

Ep. subj. ἐγχείῃ (v. infr.): fut. -χέω, late ἐγχύσω f.l. in Hero Spir.1.33: aor. ἐνέχεα, Ep. ἐνέχευα, but 3pl. ἐνέχεαν in tmesi Od.8.436; imper.

   A ἔγχεον E.Cyc.568: pf. Pass. ἐγκέχῠμαι:—pour in, ἐν δ' οἶνον ἔχευεν Od.3.40, 6.77; μέθυ . . ἐγχείῃ δεπάεσσι 9.10; ἔγχεε κέρναις ἔνα καὶ δύο Alc.41.4; οἶνον ἐς κύλικα Hdt.4.70; ὄξος τ' ἄλειφά τ' ἐγχέας ταὐτῷ κύτει A.Ag.322; φάρμακα X.Cyr.1.3.9; κἂν οἶνόν μοι μὴ 'γχῃς σὺ πιεῖν Ar.V.616; ἐγχεῖν alone, fill the cup, τοῖς νεανίσκοις ἐγχεῖν ἐκέλευε X.An.4.3.13, cf. Pl.Smp.214a: c. gen., in honour of, τινός Call.Epigr.31, AP5.135, 136 (Mel.): also c. dat., ἔγχει καὶ Κήδωνι Scol.27; ἐγχεῖν σπονδήν pour in wine for a libation, Ar.Pax1102, Antipho 1.19:—Med., ὕδωρ δ' ἐνεχεύατο πουλύ (with no med. sense) Od.19.387; but in strict sense of Med., pour in wine for oneself, fill one's cup, Ar.V.617; εἰς τὴν χεῖρα ἐγχέασθαι pour [wine] into one's own hand, X.Cyr.1.3.9; ποτὸν ἐγχεῖσθαι Id.Smp.2.26.    2 of dry things, pour in, shoot in, ἐν δέ μοι ἄλφιτα χεῦον . . δοροῖσιν Od.2.354.    b ἐ. ἐς τὰς ῥῖνας πτερά thrust in, Ar. Av.1081.    3 metaph., infuse, instil, in Pass., πᾶσιν ἡμῖν θανάσιμον -κέχυται τὸ τῆς γενέσεως φάρμακον Metrod.53; τὸ δ' αὖ τῆς ἡδονῆς πολὺ πλέον ἐγκεχυμένον Pl.Phlb.47a.    II sts. with acc. of the cup, fill by pouring in, κρατῆρα S.Fr.563; φιάλην X.Smp.2.23; ἔγχεον . . Διός γε τήνδε σωτῆρος Alex.232; ἐγχέασα . . ἀγαθοῦ δαίμονος (sc. κύλικα) Nicostr.20.    III ἐγχεῖν ὕδωρ τινί (v. κλεψύδρα) D.19.213, cf. 43.8:—Pass., ἐγχεῖται τὸ πρῶτον ὕδωρ Aeschin.3.197.

German (Pape)

[Seite 713] (s. χέω), eingießen, einschenken, οἶνον, Od. 3, 40. 20, 260; Mein einfüllen, Od. 6, 77; μέθυ, 9, 10; oft Att. auch πιεῖν, Xen. Cyr. 1, 3, 9; σπονδήν, Ar. Par 1102; auch ohne diesen Zusatz vom Trankopfer, Xen. An. 4, 3, 13; – von trockenen Dingen, einschütten, ἄλφιτα, Od. 2, 354. 380. – Med., sich eingießen, ὕδωρ ἐνεχεύατο Od. 19, 387; εἰς τὴν χεῖρα Xen. Cyr. 1, 3, 9; vgl. Ar. Vesp. 617; φάρμακον Antiph. 1, 19; – ἐγχέαι τὴν φιάλην Xen. Symp. 2, 23; κρητῆρα Soph. frg. 149; aber Ar. Ran. 620 u. öfter εἴς τι. – Elliptisch ἀγαθοῦ δαίμονος sc. κύλικα, Ath. XV, 693 a. – Pass. ἐγχεῖταί τινι, wird darüber gegossen; bei Aesch. 3, 197 ist ἐγχεῖται τὸ μὲν πρῶτον ὕδωρ τῷ κατηγόρῳ von der Wasseruhr vor Gericht zu verstehen, sie einfüllen; vgl. Dem. 19, 913; Luc. Pisc. 28.

Greek (Liddell-Scott)

ἐγχέω: μέλλ. -χεῶ (ἢ χέω), μεταγ. ἐγχύσω Ἥρων ἐν Ἀρχ. Μαθ. 186. 12· ἀόρ. ἐνέχεα, Ἐπ. ἐνέχευα, ἀλλὰ γ΄ πληθ. ἐνέχεαν ἐν τμήσει, Ὀδ. 436· ὑποτακτ. ἐγχέῃ, Ἐπ. ἐγχείῃ (ἴδε κατωτ.): παθ. πρκμ. ἐγκέχῠμαι. Χέω τι ἐντός τινος, ἐν δ’ οἶνον ἔχευεν χρυσείῳ δέπαϊ Ὀδ. Γ. 40· ἐν δ’ οἶνον ἔχευεν ἀσκῷ ἐν αἰγείῳ Ζ. 77· μέθυ... ἐγχείῃ δεπάεσσι Ι. 10· οἶνον ἐς κύλικα Ἡρόδ. 4. 70· ὄξος τ’ ἄλειφά τ’ ἐγχέας ταὐτῷ σκύφει Αἰσχύλ. Ἀγ. 322· κἂν οἶνόν μοι μὴ ’γχῇς σὺ πιεῖν Ἀριστοφ. Σφ. 616· καὶ ἐγχεῖν μόνον, πληρῶ τὸ ποτήριον, τοῖς νεανίσκοις ἐγχεῖν ἐκέλευε Ξεν. Ἀν. 4. 3, 13, πρβλ. Πλάτ. Συμπ. 214Α, καὶ συχν. παρὰ Κωμ.· - ὡσαύτως, ἐγχεῖν σπονδήν, ἐγχεῖν οἶνον πρὸς σπονδήν, Ἀριστοφ. Εἰρ. 1102, πρβλ. Ἀντιφῶντα 113. 25: - Μέσ., ὕδωρ δ’ ἐνεχεύατο πουλὺ (ἄνευ μέσ. σημασ.) Ὀδ. Τ. 387· ἀλλ’ ἐν αὐστηρῶς μέσῃ σημασ., ἐγχέω οἶνον δι’ ἐμαυτόν, «γεμίζω τὸ ποτῆρί μου», Ἀριστοφ. Σφ. 617· ἐγχεῖσθαι εἰς τὴν χεῖρα πιεῖν, χύνω οἶνον ἐντὸς τῆς ἰδίας μου χειρὸς πρὸς πόσιν, Ξεν. Κυρ. 1. 3, 9· ποτὸν ἐγχεῖσθαι ὁ αὐτ. Συμπ. 2. 26. 2) ἐπὶ ξηρῶν πραγμάτων, χέω τι ἔν τινι, ἐν δέ μοι ἄλφιτα χεῦον ἐϋρραφέεσι δοροῖσιν Ὀδ. Β. 354. ΙΙ. Ἐνίοτε μετ’ αἰτ. δηλούσης τὸ ἀγγεῖον πληρῶ, γεμίζω, ἐγχεῖν κρητῆρα, φιάλην Σώφρων ἐν Ἀποσπ. 149, Ξεν. Συμπ. 2. 23· ἀλλ’ ἔγχεον αὐτῷ Διός γε τήνδε σωτῆρος Ἄλεξ. ἐν «Τοκιστῇ» 3· ἐγχέασα… ἀγαθοῦ δαίμονος (ἐνν. κύλικα) Νικοστρ. ἐν «Πανδρόσῳ» 3. ΙΙΙ. ἐγχεῖν ὕδωρ τινὶ (ἴδε κλεψύδρα), Δημ. 407. 17, πρβλ. 1052. 21: - Παθ., ἐγχεῖται τὸ πρῶτον ὕδωρ Αἰσχίν. 82. 13 κἑξ.

French (Bailly abrégé)

ao. ἐνέχεα;
verser dans :
1 avec l’acc. de la chose versée οἶνον OD, φάρμακα XÉN verser du vin, du poison (dans une coupe) ; avec un inf. : ἐ. πιεῖν XÉN verser à boire;
2 avec le rég. de l’objet dans lequel on verse verser dans : φιάλην XÉN verser (un liquide) dans une tasse ; ἐ. τινί verser l’eau dans la clepsydre pour l’orateur;
Moy. ἐγχέομαι;
1 verser pour soi : εἰς τὴν χεῖρα XÉN se verser (de l’eau, du vin) dans la main;
2 se faire verser (à boire).
Étymologie: ἐν, χέω.

English (Autenrieth)

aor. subj. ἐγχείῃ, aor. mid. ἐνεχεύσατο: pour in, mid. for oneself, Od. 9.10, Od. 19.387.