ποιμήν

Revision as of 15:31, 15 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Autenrieth)

English (LSJ)

ένος, ὁ, voc. ποιμήν (not -μέν) Hdn.Gr.2.717:—

   A herdsman, whether of sheep or oxen, Od.10.82-5, al.; opp. lord or owner (ἄναξ), 4.87.    2 after Hom. always shepherd, βουκόλοι καὶ π. E.Ba. 714, cf. Cratin.281, Pl.Tht.174d, R.343a, Lg.735b, etc.; π. προβάτων LXXGe.4.2.    II metaph., shepherd of the people, regularly of Agamemnon, Ἀγαμέμνονα π. λαῶν Il.2.243, al.: generally, captain, chief, ib.85, al., S.Aj.360 codd. (lyr.); ναῶν ποιμένες A.Supp.767; λόχων E.Ph.1140; ὄχων Id.Supp.674; ποιμένες δώρων Κυπρίας, of the Loves, Pi.N.8.6: abs., master, lord, πλοῦτος ὁ λαχὼν ποιμένα Id.O.10(11).88; for A.Ag.657, v. στρόβος.    2 in LXX and NT, pastor, teacher, Je. 2.8, Ep.Eph.4.11, etc. (Cf.Lith.piemuõ, gen.sg. piemeñs 'shepherd'.)

German (Pape)

[Seite 651] ένος, ὁ (mit πατέομαι, pasco, πόα zusammenhangendj, der Hirt, insbesondere der Schäfer; Hom. u. Hes.; als Ggstz von ἄναξ Od. 4, 87; übh. Lenker, Gebieter der Menschen, bes. ποιμὴν λαῶν, bei Hom. u. Hes. häufiges Beiwort der Fürsten, Hirt der Leute; ναῶν ποιμένες, Aesch. Suppl. 748, der es auch vom Sturme gebraucht, »der Treiber«, Ag. 643; ὄχων, Eur. Suppl. 696; λόχων, Valck. Phoen. 1146; Soph. Ai. 353, von Fürsten, wo der Schol. es durch ποιμαίνων, θάλπων erklären will. In Prosa herrscht die eigtl. Bdtg vor, ποιμὴν καὶ βουκόλος, Plat. Legg. V, 735 a; Polit. 275 b; τῶν ἀρχόντων ὥςπερ ποιμένων πόλεως, Rep. IV, 440 d; Plut. u. a. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ποιμήν: -ένος, ὁ˙ κλητ. ποιμὴν (οὐχὶ -μὲν) Buttm. Ausf. Gr. § 45 Anm. 2˙ ― βοσκὸς προβάτων ἢ βοῶν, Ὅμ., πρβλ. Ὀδ. Κ. 82-85˙ κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὸν κύριον ἢ ἰδιοκτήτην (ἄνακτα), Ὀδ. Δ. 87. 2) μεθ’ Ὅμ. ἀείποτε βοσκὸς προβάτων (πρβλ. ποίμνη), βουκόλοι καὶ π. Εὐρ. Βάκχ. 714, πρβλ. Κρατῖν. ἐν Ἀδήλ. 20, Πλάτ. Θεαίτ. 174D, Πολ. 343Α, Νόμ. 735Α˙ π. προβάτων Ἑβδ. (Γέν. Δϳ, 2). ΙΙ. μεταφορ., ποιμὴν ἀνθρώπων, ἡγεμὼν λαοῦ, συνήθως ἐπὶ τοῦ Ἀγαμέμνονος, Ἀγαμέμνονα ποιμένα λαῶν Ὅμ., κλπ.˙ καθόλου, ἡγεμών, ἀρχηγός, Σοφ. Αἴ. 360. ναῶν ποιμένες Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 767˙ λόχων Εὐρ. Φοίν. 1140. ὄχων ὁ αὐτ. ἐν Ἱκέτ. 674˙ ποιμένες δώρων Κυπρίας, οἱ Ἔρωτες, Πινδ. Ν. 8. 10˙ ― ἀπολ., κύριος, ὁ αὐτ. ἐν Ο. 10 (11). 107˙ περὶ τοῦ Αἰσχύλ. Ἀγ. 657, ἴδε στρόβος. 2) παρὰ τοῖς Χριστιανοῖς συγγραφ., ποιμὴν πνευματικός, ἐπίσκοπος, Εὐσ. Ἐκκλ. Ἱστ. 10. 4, 1, Συλλ. Ἐπιγρ. 9267, κτλ. (Πιθ., ὡς τὸ πῶυ (πῶyυ) ἐκ τῆς √ΠΑ˙ πρβλ. Σανσκρ. pâ-yus (custos) ἐκ τοῦ pâ (curare), Ζενδ. pâ-yu˙ Λιθ. pë-mu (ποιμήν).)

French (Bailly abrégé)

ένος (ὁ) :
I. pâtre, particul. dans Hom. berger, bouvier;
II. p. ext. qui conduit, qui dirige, d’où
1 pasteur de peuples, chef en gén.
2 qui pousse devant soi en parl. d’un ouragan, d’une tempête.
Étymologie: πόα.

English (Autenrieth)

ένος (πῶυ): shepherd; fig., λᾶῶν, ‘shepherd of the people,’ said of rulers.