πεδά

Revision as of 12:37, 17 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (slb)

English (LSJ)

Aeol. for μετά, Sapph.38, Alc.48 A, Pi.Fr.26, Theoc.29.38 : also Dor., Leg.Gort.3.27 ;

   A πεδ' ἰαρόν Schwyzer89.14 (Argos, iii B. C.). (Cogn. with πούς.)

Greek (Liddell-Scott)

πεδά: Αἰολ. ἀντὶ μετά, Σαπφώ, Ἀλκαῖ., κλ., ἴδε Ahrens D. Aeol. 151· ὡσαύτως Δωρικ., ὁ αὐτ. ἐν D. Dor. 360. Ἴδε τὰ ἑπόμενα σύνθετα.

English (Slater)

πεδά (= μετά)
   a c. acc.
   I after ὃς ἔχεις καὶ πεδὰ μέγαν κάματον λόγων φερτάτων μναμήἰ (v. l. μετὰ) (P. 5.47) δείπνου δὲ λήγοντος γλυκὺ τρωγάλιον καίπερ πεδ' ἄφθονον βοράν (Schneider: παῖδα φθόνον codd.) fr. 124c.
   II dub. sign. πεδὰ στόμα φλέγει (ἀντὶ τοῦ κατὰ στόμα Eustath.) fr. 26.
    b c. gen., among πολλοῖς σοφὸς δοκεῖ πεδ' ἀφρόνων βίον κορυσσέμεν ὀρθοβούλοισι μαχαναῖς (P. 8.74)

English (Slater)

πεδά (= μετά)
   a c. acc.
   I after ὃς ἔχεις καὶ πεδὰ μέγαν κάματον λόγων φερτάτων μναμήἰ (v. l. μετὰ) (P. 5.47) δείπνου δὲ λήγοντος γλυκὺ τρωγάλιον καίπερ πεδ' ἄφθονον βοράν (Schneider: παῖδα φθόνον codd.) fr. 124c.
   II dub. sign. πεδὰ στόμα φλέγει (ἀντὶ τοῦ κατὰ στόμα Eustath.) fr. 26.
    b c. gen., among πολλοῖς σοφὸς δοκεῖ πεδ' ἀφρόνων βίον κορυσσέμεν ὀρθοβούλοισι μαχαναῖς (P. 8.74)