μείλιχος

Revision as of 13:04, 17 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "{{Slater\n(.*?)\n}}" to "")

English (LSJ)

ον, Aeol. μέλλιχος Hdn.Gr.2.302, cj. in Sapph. 100:—

   A gentle, kind:    I in Il. always of persons, πᾶσιν γὰρ ἐπίστατο μ. εἶναι 17.671; μ. αἰεί 19.300, al.; epith. of Λητώ, Ὕπνος, Hes.Th. 406, 763: c. gen., Ἄρτεμις μ. ὠδίνων soother of . ., AP6.242 (Crin.): Sup. μειλιχώτατος IG7.115.1 (Megara): in late Prose, Jul.Or.2.86a, al.    II of things, once in Od., οὐ μ. ἔστιν ἀκοῦσαι οὔτ' ἔπος οὔτε τι ἔργον 15.374; μ. δῶρα h.Hom.10.2; ἔπεα Hes.Th.84; οἶνος Xenoph. 1.6; αἰών, ὀργά, Pi.P.8.97, 9.43; τὸ μ. gentleness, Thgn.365; τὰ μείλιχα joys, Pi.O.1.30; μείλιχα μυθεῖσθαι Opp.C.3.219. Adv. -χως, μυθεύμενος Semon.7.18: neut. as Adv., μείλιχον ἀντιάαν A.R.1.971.

Greek (Liddell-Scott)

μείλῐχος: -ον, πρᾶος, ἤπιος, ἀγαθός, ὡς τὸ μειλίχιος, Ὅμ.: Ι. ἐν τῇ Ἰλ. ἀείποτε ἐπὶ προσώπων, πᾶσιν γὰρ ἐπίστατο μ. εἶναι Ρ. 671· μ. αἰεὶ Τ. 300, κτλ.· ἐπίθετ. τῆς Λητοῦς, τοῦ Ὕπνου Ἡσ. Θ. 406, 763· μετὰ γεν., Ἄρτεμις μ. ὠδίνων, ἡ πραΰνουσα, μαλάσσουσα τοὺς πόνους τοῦ τοκετοῦ, Ἀνθ. Π. 6. 242· ὑπερθετ. μειλιχώτατος Ἑλλην. Ἐπιγράμμ. 462. 1. ΙΙ. ἅπαξ ἐν τῇ Ὀδ. ἐπὶ πραγμάτων, οὐ μ. ἔστιν ἀκοῦσαι οὔτ’ ἔπος οὔτε τι ἔργον Ο. 374· οὕτω, μ. δῶρα Ὁμ. Ὑμν. 8. 2· ἔπεα Ἡσ. Θ. 84· μείλιχος αἰών, ὀργὰ Πινδ. Π. 8. 139., 9. 76· τὸ μείλιχον, ἡ πρᾳότος, Θέογν. 365· τὰ μείλιχα, αἱ χαραί, Πινδ. Ο. 1. 49· μείλιχα μυθεῖσθαι Ὀππ. Κυν. 3. 219, κτλ.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
doux, agréable, aimable : τινι, envers qqn.
Étymologie: μέλι.