κάρυξ
Greek (Liddell-Scott)
κάρυξ: Δωρ. ἀντὶ κήρυξ.
English (Slater)
κᾱρυξ (κάρυξ, [κᾶρυξ edd., fr. 140a. 68 (42), cf. Herodian., (I. 44.15) L], -ῦκος, -ῦκα, -υξ; -κες, -κας.)
1 herald θεῶν κάρυκα Ἑρμᾶν (O. 6.78) ἁδύγλωσσος βοὰ κάρυκος ἐσλοῦ (O. 13.100) Πυθιάδος δ' ἐν δρόμῳ κάρυξ ἀνέειπέ νιν (P. 1.32) ὤρνυεν κάρυκας ἐόντα πλόον φαινέμεν παντᾷ (P. 4.170) Θεανδρίδαισι δ' ἀεξιγυίων ἀέθλων κάρυξ ἑτοῖμος ἔβαν (N. 4.74) Ὥρα πότνια, κάρυξ Ἀφροδίτας ἀμβροσιᾶν φιλοτάτων (N. 8.1) Νικόμαχος ὅν τε καὶ κάρυκες ὡρᾶν ἀνέγνον, σπονδοφόροι Κρονίδα Ζηνὸς Ἀλεῖοι at Olympia (I. 2.23) ἐμὲ δ' ἐξαίρετον κάρυκα σοφῶν ἐπέων Μοῖσ ἀνέστασ Ἑλλάδι Δ. 2. 2. ὅτε Λαομέδοντι πεπρωμένοἰ ἤρχετο μόροιο κάρυξ (κᾶρυξ edd.: sine accentu Π: sc. Ἡρακλέης) fr. 140a. 68 (42).