ἄνισος
English (LSJ)
ον (η, ον Aesar. ap. Stob.1.49.27),
A unequal, uneven, Hp. Fract.37, Pl.Ti.36d, etc.; τὸ ἄ. inequality, Arist.EN1129b1, etc.; ἄ. πολιτεία, of an oligarchy, Aeschin.1.30: so of persons, οἱ ἄ. Arist. Pol.1280a13; ἄ. κατά τι ib.23; but also, not content with equality or justice, unjust, Id.EN1129a33, 1129b10; unfair, χεῖρες AP9.263 (Antiphil.). Adv. unequally, Hp.Art.61; unfairly, ἀ. σχεῖν πρός τινας D.24.168; ἀ. νενεμῆσθαι τὰς ἀρχάς Arist.Pol.1282b24.
German (Pape)
[Seite 238] (fem. ἀνίση?), ungleich, oft bei Plat. und sonst, πολιτεία, steht der Demokratie gegenüber, Aesch. 1, 5, wo nicht jeder Bürger gleichberechtigt ist; auch = unbillig, Xen. Cyr. 2, 2, 17; unrecht, χεῖρες Antiphil. 18 (IX, 263). So adv., ἀνίσως καὶ πλεονεκτικῶς ἔχειν πρός τινα Dem. 24, 168.
Greek (Liddell-Scott)
ἄνῐσος: -ον, καὶ ἀδοκίμως -η, ον, ἴδε Λοβ. Παραλ. 469: (ἴσος), ὁ μὴ ἴσος, ἄνισος, ἀνώμαλος, Ἱππ. π. Ἀγμ. 776, Πλάτ. Τίμ. 36D, κτλ.: τὸ ἄνισον = ἡ ἀνισότης, Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 5. 1, 8, κτλ.: ― ἄν. πολιτεία, περὶ ὀλιγαρχίας, Αἰσχίν. 1. 24: ― οὕτως ἐπὶ προσώπων, οἱ ἄνισοι = οἱ ὀλιγαρχικοί, καὶ τὸ ἄνισον δοκεῖ δίκαιον εἶναι... ἀλλ’ οὐ πᾶσιν, ἀλλὰ τοῖς ἀνίσοις Ἀριστ. Πολ. 3. 9, 2· ἀν. κατά τι αὐτόθι 3. 13, 13· ἀλλὰ καὶ ὁ μὴ ευχαριστούμενος εἰς ἰσότητα ἢ δικαιοσύνην, ἄδικος, «ὄχι ἴσος ἄνθρωπος», ὁ αὐτ. Ἠθ. Ν. 5. 1, 8 καὶ 11. ΙΙ. ὁ ἀνίσως διανενεμημένος, ἄδικος: ― Ἐπίρρ., ἀνίσως αὐτὰ ἑωυτοῖσιν ἐκπίπτει Ἱππ. π. Ἄρθρ. 827· ἀν. ἔχειν πρός τινα, ἀνίσως φέρεσθαι, οὐχὶ ἀμερολήπτως, Δημ. 752. 17· ἀν. νενεμῆσθαι τὰς ἀρχὰς Ἀριστ. Πολ. 3. 12, 2.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
1 inégal ; ἄνισος πολιτεία ESCHN gouvernement oligarchique;
2 inique, partial.
Étymologie: ἀ, ἴσος.
Spanish (DGE)
-ον
• Morfología: [fem. -η Aesar.p.51, Syrian.in Hermog.1.100.13]
I 1desigual τὰ τοῦ πήχεως ὀστέα Hp.Fract.37, αἱ σχαλίδες X.Cyn.2.7, μήκη χρόνων Ph.1.143
•geom. αἱ τῶν τμημάτων ἐπιφάνειαι Democr.B 155, cf. Chrysipp.Stoic.2.160, πλευραί Pl.Ti.54c, Euc.1 Def.20
•fig. de pers. Arist.Pol.1280a13, 23, μάχη Plb.10.12.6, συνθήκη Plb.12.16.12, ἀγών Ph.1.198
•c. dat. ἄνισος ἀρεταῖς παναρχόντων γόνος PMasp.120ue.F 24, cf. 131ue.A 7 (VI d.C.).
2 injusto de pers., Arist.EN 1129a33, 1129b10, χεῖρες AP 9.263 (Antiphil.)
•subst. τὸ ἄ. lo injusto D.26.13.
3 de números impar οἱ παλαιοὶ ἄνισον τὴν δυάδα ἐκάλουν Theol.Ar.10
•subst. τὸ ἄ. op. τὸ ἄρτιον Meth.Symp.3.3.
II adv. -ως injustamente ἀνίσως ... ἔσχε πρὸς ὑμᾶς Ἀνδροτίων D.24.168, ἀ. νενεμῆσθαι τὰς ἀρχάς Arist.Pol.1282b24, μερίζειν ... ἀ. Plb.38.15.4.