ἐκλειπτικός
English (LSJ)
ή, όν,
A of or caused by an eclipse, σελήνης χρόνοι Hipparch.3.5.1a; πανσέληνοι Plu.2.145c; ἐπισκοτήσεις ib.932a; συγκρίσεις ἡλίου καὶ σελήνης Str.1.1.12 ; ἀριθμός dub. in Doroth. ap. Heph.Astr.3.20; ἐκλειπτικόν, τό, part of moon's orbit in which eclipses take place, Gem.11.6, cf.Paul.Al.O.2; ἐ. ζῴδιον, τόπος, Vett.Val.5.28,7.10,al. II ὁ ἐ. (sc. κύκλος) ecliptic, = ὁ ἡλιακός, so called because it is the circle in the plane of which the sun and moon must be to produce eclipses, interpol. in Cleom.2.5, Ach.Tat.Intr.Arat. 23. III Gramm., elliptical, Pall.in Hp.2.145D.
German (Pape)
[Seite 766] ή, όν, zur ἔκλειψις gehörig, Plut. Rom. 12 u. öfter.
Greek (Liddell-Scott)
ἐκλειπτικός: -ή, -όν, ἀνήκων εἰς ἔκλειψιν, σύνοδος ἐκλειπτικὴ σελήνης πρὸς ἥλιον Πλουτ. Ρωμ. 12· τοῖς ἐκλειπτικοῖς πάθεσιν Ἠθικ. 923Α, 933Ε, κτλ. ΙΙ. ὁ ἐκλειπτικὸς (ἐνν. κύκλος) = ὁ ἡλιακός, οὕτως ὀνομασθεὶς ἐπειδὴ εἶναι ὁ κύκλος, ἐν τῷ ἐπιπέδῳ τοῦ ὁποίου πρέπει νὰ συμπέσωσιν ὁ ἥλιος καὶ ἡ σελήνη, ὅπως γείνωσιν ἐκλείψεις, πρῶτον ἐν τῷ εἰς Ἄρατ. ὑπομνήματι, ἀποδιδομένῳ εἰς τὸν Ἵππαρχον, καὶ παρὰ Πτολ.· ἴδε Lewis Astr. of Ancients σ. 217.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
1 qui concerne les éclipses ; ἡ ἐκλειπτική éclipse;
2 ὁ ἐκλειπτικός (κύκλος) l’écliptique.
Étymologie: ἐκλείπω.
Spanish (DGE)
-ή, -όν
• Grafía: graf. ἐκληπτ- Pall.in Hp.145
I astr.
1 propio de un eclipse ἐκλειπτικὴ (ἐπισκότησις) τῆς σελήνης τῇ σκιᾷ καταλαμβανούσης τὴν ὄψιν el oscurecimiento eclíptico, cuando la luna intercepta la visión con su sombra Plu.2.932a, de señales astrol., Manil.4.848.
2 en que se producen eclipses χρόνοι Hipparch.3.5.1a, διὰ τῶν ἐκλειπτικῶν ἡλίου καὶ σελήνης συγκρίσεων Hipparch.Fr.Geog.11, τῶν ἐκλειπτικῶν ἔμπειρος οὖσα πανσελήνων Plu.2.145c, cf. 933e, Κριός Vett.Val.5.25, κύκλος Vett.Val.7.6, cf. 29.6.
3 subst. τὸ ἐ. lugar, zona donde se produce el eclipse ὅταν ... διὰ μέσου τοῦ ἐκλειπτικοῦ ἡ σελήνη τὴν πάροδον ποιῆται Gem.11.6, cf. Paul.Al.73.4, ἐ. (κύκλος) llamado tb. ἡλιακός Ach.Tat.Intr.Arat.23
•ἡ ἐ. la eclíptica Macr.Sat.1.15.10.
II gram. elíptico ὁ λόγος ref. a un aforismo hipocrático, Pall.l.c.