tierno
Spanish > Greek
ἀμαλός, δροσερός, ἀρτίδροπος, δροσώδης, ἁπαλοτρεφής, ἔγχυλος, ἀρτιφυής, ἀνήδυντος, ἀταλός, ἀρτιθαλής, ἀρτίβλαστος, ἁπαλός, ἀβληχρός, ἁβρός, ἀταλάφρων
ἀμαλός, δροσερός, ἀρτίδροπος, δροσώδης, ἁπαλοτρεφής, ἔγχυλος, ἀρτιφυής, ἀνήδυντος, ἀταλός, ἀρτιθαλής, ἀρτίβλαστος, ἁπαλός, ἀβληχρός, ἁβρός, ἀταλάφρων