ἀμαλός
ἑλλέβορον ἤδη πώποτ' ἔπιες → did you ever drink hellebore at any point, did you ever drink hellebore, have you ever taken medication for mental illness, are you mad, you are mad, what are you on
English (LSJ)
[ᾰμ], ή, όν, soft, weak, in Hom. of young animals, Il.22.310, Od.20.14; γέρων E.Heracl.75; παῖς Call.Fr.49 P.: irreg. Comp. ἀμαλέστερος, ὄψις ἀμαλεστέρα Adam.2.2. (Perh. cognate with Skt. mṛdús 'soft', Lat. mollis.)
Spanish (DGE)
(ἀμᾰλός) -ή, -όν
• Alolema(s): ἁμ- Hp.Int.30, Gal.19.76, Adam.2.2
• Prosodia: [ᾰμ-]
I 1blando, tierno de cachorros y niños ἄρν' ἀ. Il.22.310, σκύλακες Od.20.14, παῖς Call.Fr.502, de Zeus niño Lindos 26.2 (V/IV a.C.).
2 débil γέρων E.Heracl.75, ὄψις Adam.l.c.
II ἀμαλῶς = débilmente τὰ σιτία οὐχ ἀμαλῶς προσίεται Hp.l.c., cf. Gal.l.c., Hsch.
• Etimología: Cf ἀμαλδύνω.
German (Pape)
[Seite 115] ή, όν (vgl. ὁμαλός, μαλακός, mollis), att. ἁμαλός, weich, zart, VLL. ἁπαλός, ἀσθενής; Hom. zweimal, Od. 20, 14 κύων ἀμαλῇσι περὶ σκυλάκεσσι βεβῶσα, Iliad. 22, 310 ἄρν' ἀμαλήν, – daher schwach, γέρων Fur. Heracl. 75. Bei Sp. auch = ὁμαλός (?).
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
att. ἁμαλός;
mou, tendre, faible.
Étymologie: ἀ- prosth., R. Μαλ, être mou ; cf. μαλακός.
Russian (Dvoretsky)
ἀμᾰλός: (ᾰμ) нежный, тж. слабый, беспомощный (σκύλακες, ἀρήν Hom.; γέρων Eur.).
Greek (Liddell-Scott)
ἀμᾱλός: [ᾰμ], ή, όν, μαλακός, τρυφερός, ἀδύνατος, Λατ. tener, παρ’ Ὁμ. ἐπὶ μικρῶν ζῴων, νεογνῶν, Ἰλ. Χ. 310, Ὀδ. Υ. 14: γέρων, Εὐρ. Ἡρακλ. 75: ἐν Αἰσχύλ. Πέρσ. 537 (λυρ.), ὅπου τὸ Μεδ. χειρόγραφον ἔχει ἀπαλαῖς μετὰ ψιλῆς, ὁ Prien διορθοῖ ἀμαλαῖς. Ἐπίρρ. ἀμαλῶς, ἐλαφρῶς, μετρίως, Ἱππ. 449. 53., 463. 49 (κοινῶς, ὁμαλῶς). Ἐκ τῆς αὐτῆς ῥίζης ἐξ ἧς καὶ τὸ μαλακός, μετὰ α εὐφων.: πρβλ. βληχρός, ἀβληχρός. Δὲν ἔχει σχέσιν τινὰ πρὸς τὸ ἁπαλός).
English (Autenrieth)
tender, epithet of young animals.
Greek Monolingual
ἀμαλός, -ή, -όν (Α)
1. (κυρίως για νεογνά ζώων) μαλακός, απαλός, τρυφερός
2. ασθενικός, αδύναμος
3. (ανώμαλος συγκριτικός) ἀμαλέστερος, -α, -ον.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ποιητικό επίθετο, γνωστό ήδη από τον Όμηρο, που χαρακτηρίζει νεογνά ζώων. Στον Ευριπίδη η λ. χρησιμοποιείται ως χαρακτηρισμός γέροντα, ενώ στον Καλλίμαχο απαντά ως προσδιορισμός μικρού παιδιού. Ετυμολογικά η λ. είναι αβέβαιης προελεύσεως. Συνήθως ανάγεται σε μεταπτωτική βαθμίδα (ml-) αρχικής ΙΕ ρίζας mel- «κατατρίβω, αλέθω», με την οποία συνδέεται επίσης και το ουσ. μύλη ]. Με την ίδια ρίζα συνδέονται επίσης και τα επίθετα μαλακός ἀμβλύς ( < ἀ-μλυς). Το αρκτικό ἀ- τών επιθέτων ἀμβλυς και ἀμαλός πρέπει να είναι προθεματικό. Η λ. είναι πιθ. να έχει κάποια ετυμολογική σχέση και με το ρ. ἀμαλδυνω.
ΠΑΡ. αρχ. ἀμαλάπτω.
Greek Monotonic
ἀμᾰλός: [ᾰ], -ή, -όν, μαλακός, αδύναμος, εύθραστος, σε Όμηρ., Ευρ. (από τη √ΜΑΛ, μαλ-ακός, με προσθήκη α ευφωνικού).
Frisk Etymological English
Grammatical information: adj.
Meaning: weak, soft (ep. poet.) said of young animal and men (Il.).
Derivatives: Perhaps here ἀμαλ[λ]οῖ ἀφανίζει H. and ἀμαλάπτω (S.; = ἀμαλδύνω H.), after βλάπτω, δάπτω, s. Debrunner IF 21, 212.
Origin: XX [etym. unknown]
Etymology: Uncertain. Mostly connected with ἀμαλδύνω (q.v.), but this is just a guess. Further one connects ἀμβλύς (*ἀ-μλ-ύς); doubtful. Fur. 224 connects ἁπαλός, with Pre-Greek labial/μ; possible but uncertain.
Middle Liddell
[From Root !μαλ, μαλακός, with a_euphon.]
soft, weak, feeble, Hom., Eur.
Frisk Etymology German
ἀμαλός: {amalós}
Meaning: schwach, zart (ep. poet.).
Derivative: Davon wahrscheinlich ἀμαλ[λ]οῖ· ἀφανίζει H. und ἀμαλάπτω (S., Lyk.), nach βλάπτω, δάπτω, s. Debrunner IF 21, 212.
Etymology: Nicht sicher gedeutet. Vielleicht zu einer Sippe zerreiben, mahlen (s. μύλη) und mit ἀμαλδύνω (s. d.) indirekt verwandt. Man zieht hierher auch ἀμβλύς kraftlos, stumpf aus *ἀμλύς. In beiden Wörtern wäre somit ἀ- als prothetisch zu betrachten. Vgl. Winter Prothet. Vokal 31. S. auch μαλακός.
Page 1,85
Translations
soft
Afrikaans sag; Albanian: i butë; Arabic: نَاعِم; Egyptian Arabic: نَاعِم; Armenian: փափուկ; Aromanian: moali; Assamese: নৰম; Azerbaijani: yumşaq; Bashkir: йомшаҡ; Belarusian: мя́ккі; Bengali: নরম; Bikol Central: malumoy; Bulgarian: мек; Burmese: ပျော့; Catalan: tou; Chamicuro: kala chmawa, pe'cha; Chechen: кӏеда; Chinese Cantonese: 軟; Mandarin: 軟, 软; Crimean Tatar: yumşaq, yımşaq; Czech: měkký; Danish: sagte; Dolgan: һымнагас; Dutch: zacht; Esperanto: mola; Estonian: pehme; Evenki: немумэ; Finnish: pehmeä; French: mou, molle, doux; Friulian: mol; Galician: mol, dondo, olmo, nidio; Georgian: რბილი; German: weich; Greek: απαλός, μαλακός; Ancient Greek: ἁπαλός, μαλακός, μαλθακός; Hebrew: רַך; Hindi: कोमल, नरम; Hungarian: lágy, puha; Icelandic: mjúkur; Ido: mola; Indonesian: lembut; Ingush: кӏаьда; Irish: bog; Italian: morbido, morbida, soffice, molle; Japanese: 柔らかい; Javanese: lembut; Jingpho: mäni, nu; Karachay-Balkar: джумушакъ; Karaim: йымшакъ; Kazakh: жұмсақ; Khakas: нымзах; Khmer: កោមល; Korean: 부드럽다; Kumyk: йымышакъ; Kyrgyz: жумшак; Lao: ນຸ່ມ; Latgalian: meiksts; Latin: mollis; Latvian: mīksts; Lithuanian: minkštas; Livonian: pīemdõ; Lombard: mòll; Luxembourgish: weech, mëll, siddeleg; Macedonian: мек; Malay: lembut; Manchu: ᡥᠠᡳᡥᡡ, ᡠᡥᡠᡴᡝᠨ; Maori: māngohe, kōparuparu, kūteretere, pūngahungahu, pūngorungoru; Marathi: मऊ; Mongolian: зөөлөн; Nogai: юмсак; Norman: mo; Norwegian: svak, myk; Occitan: mòl; Old Church Slavonic Cyrillic: мѧкъкъ; Old English: sēfte; Old Javanese: lĕmbut; Persian: نرم; Plautdietsch: wieekj, saunft; Polish: miękki; Portuguese: mole; Quechua: api; Rohingya: norom; Romanian: moale; Romansch: lom; Russian: мя́гкий; Rusyn: мня́гкый; Sanskrit: मृदु, कोमल; Sardinian: modde, moddi, moddu, modhe, modhi, modhu; Scottish Gaelic: bog, maoth, sèimh; Serbo-Croatian Cyrillic: ме̏к; Roman: mȅk; Shor: чымчақ; Sicilian: moddu; Slovak: mäkký; Slovene: mêhek; Sorbian Lower Sorbian: měki; Southern Altai: јымжак; Spanish: blando, muelle, mole; Swedish: mjuk; Tagalog: malambot; Tajik: нарм; Tatar: йомшак; Thai: นุ่ม, นิ่ม; Tocharian B: lalaṃṣke; Tofa: чымҷақ; Turkish: yumuşak; Turkmen: ýumşak; Tuvan: чымчак; Ukrainian: м'яки́й; Urdu: کومل, نرم; Urum: йымшах, йумшах; Uyghur: يۇمشاق; Uzbek: yumshoq; Venetian: mòlo, moło, mol, tènaro; Vietnamese: mềm; Welsh: meddal; White Hmong: muag; Yakut: сымнаҕас; Yiddish: ווייך