generoso
Spanish > Greek
δαψιλής, δωρηματικός, δυναμικός, γενέρωσος, ἀγαθόδωρος, ἀβάναυσος, δοτικός, ἐλευθέριος, ἐλεύθερος, ἀφθόνητος, ἄφθονος, ἀφειδής, δωρητικός, δωροδόκος
δαψιλής, δωρηματικός, δυναμικός, γενέρωσος, ἀγαθόδωρος, ἀβάναυσος, δοτικός, ἐλευθέριος, ἐλεύθερος, ἀφθόνητος, ἄφθονος, ἀφειδής, δωρητικός, δωροδόκος