ἄνομος

Revision as of 17:43, 25 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (strοng)

English (LSJ)

ον,

   A lawless, impious, τράπεζα Hdt.1.162; of persons, S. OC142, al.; στρατός Tr.1096; Ἐχίονος γόνος E.Ba.995; of things, θυσία A.Ag.151; πάθη E Or.1455; μοναρχία Pl.Plt.302e: τὰ ἄνομα lawless acts, Hdt.1.8: Comp. -ώτερος Pl.Hp.Ma.285a. Adv. -μως E.Med.1000, Antipho4.1.2, Th.4.92.    2 c. gen., ἀ. θεοῦ, i.e. without (the Mosaic) Law and therefore without God, 1 Ep.Cor.9.21. Adv. ἀνόμως, = χωρὶς νόμου, Ep.Rom.2.12.    3 illegal, κατοχή POxy. 237 vii 11 (ii A.D.).    II (νόμος 11) unmusical, νόμος ἄ. A.Ag.1142 (lyr.).

German (Pape)

[Seite 241] gesetzlos, gesetzwidrig, Soph. O. C. 140; Her. 1, 8; τράπεζα, ruchloses Mahl, 1, 162; ὕβρις Anyt. 17 (VII, 492); öfter bei Att., s. bes. Xen. Mem. 4, 4, 13; μοναρχία, ohne Gesetze, Plat. Polit. 302 e. – Adv., ἀνόμως ζῆν Isocr. 4, 39. ohne Melodie, νόμος Aesch. Ag. 1113; θυσία 147.

Greek (Liddell-Scott)

ἄνομος: -ον, ἄνευ νόμου, παράνομος, ἀσεβής, τὸν ὁ Μήδων βασιλεὺς Ἀστυάγης ἀνόμῳ τραπέζῃ ἔδαισε, ἀνοσίῳ δείπνῳ, Ἡρόδ. 1. 162˙ συχνάκις παρὰ Τραγ. ἐπί τε προσώπων καὶ πραγμάτων, π.χ. Αἰσχύλ. Ἀγ. 151, Σοφ. Ο. Κ. 142, Τρ. 1096, Εὐρ. Βάκχ. 995, Ὀρ. 1455˙ ἄνομος μοναρχία, ἡ ἄνευ νόμων, Πλάτ. Πολιτ. 302F˙ τὰ ἄνομα, παράνομοι πράξεις, Ἡρόδ. 1. 8: - Ἐπίρρ. -μως Εὐρ. Μήδ. 1000, Ἀντιφῶν 125. 25, Θουκ. 4. 92. - Συγκρ. -ώτερον Πλάτ. Ἱππ. Μείζ. 285Α. 2) ἐν τῇ πρὸς Ρωμ. ἐπιστολῇ β΄, 12, ἀνόμως = χωρὶς νόμου. ΙΙ. (νόμος ΙΙ.) ὁ μὴ κατὰ μουσικὸν νόμον γινόμενος, ὁ μὴ μελωδικός, ἀμφὶ δ’ αὐτᾶς θροεῖς νόμον ἄνομον Αἰσχύλ. Ἀγ. 1142.

French (Bailly abrégé)

1ος, ον, sans lois, illégitime, impie, criminel ; ἄνομα THC actes illégaux ou arbitraires, illégalités.
Étymologie: ἀ, νόμος.
2ος, ον, sans rythme : ἄνομος νόμος ESCHL air qui n’en est pas un, càd chant de malheur.
Étymologie: ἀ, νόμος.

Spanish (DGE)

-ον
I 1impío de abstr. y n. de acción θυσία A.A.150, πάθη E.Or.1455, φόνος E.Andr.491, θάνατος Isoc.10.27
fig. τράπεζα Hdt.1.162
de pers. Hes.Th.307, S.OC 142, Ἐχίονος γόνος E.Ba.995, στρατός S.Tr.1096
subst. neutr. plu. cosas mal vistas, desafueros Hdt.1.8.
2 que no se sujeta a las leyes de pers. τοὺς ... ἀνομωτάτους πιστοτάτους ἐνόμιζον Isoc.4.111, op. νόμιμος X.Mem.4.4.13, Cyr.1.3.17
de abstr. μοναρχία Pl.Plt.502e, ἐπιθυμιῶν εἶδος Pl.R.572b, del amor PMag.4.1777
c. gen. ἄνομος Θεοῦ ἀλλ' ἔννομος Χριστοῦ que esta fuera de la ley mosaica pero dentro de la de Cristo, 1Ep.Cor.9.21
juego de palabras νόμος ἄνομος un canto que no es un canto de un canto de duelo, A.A.1142
injusto por op. δίκαιος, ἄνομα δρῶντα κοὐ δίκαια E.IA 399, ἄ. ἔργον Gorg.B 11a.36, ἡμῖν ἄνομα παθοῦσιν ἀνταπόδοτε χάριν δικαίαν Th.3.67.
3 ilegal de cosas κατοχή POxy.237.7.11 (II d.C.).
II adv. -ως en forma ilegal, ilegalmente ἀ. ἄλλᾳ ξυνοικεῖ πόσις συνεύνῳ E.Med.1000, ὅστις ... ἀ. τινὰ ἀποκτείνει Antipho 4.1.2, τὸ ἱερὸν ἀ. ... νέμονται Th.4.92, ἐδήλου ἀ. πεπραμένον εἶναι τοῦτον τὸν κη[πό] ταφον SB 10044.9 (I d.C.).

English (Strong)

from Α (as a negative particle) and νόμος; lawless, i.e. (negatively) not subject to (the Jewish) law; (by implication, a Gentile), or (positively) wicked: without law, lawless, transgressor, unlawful, wicked.