κῆπος

Revision as of 17:45, 25 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (strοng)

English (LSJ)

Dor.κᾶπος (also Inscr.Cypr. 135.20 H.), ὁ,

   A garden, orchard, or plantation, Od.7.129, 24.247, 338; πολυδένδρεος 4.737; of any rich, highly cultivated region, as Ἀφροδίτας κᾶπος, i.e. Cyrene, Pi. P.5.24; Διὸς κ., i.e. Libya, ib.9.53 (but Διὸς κῆποι, also of heaven, S. Fr.320 (lyr.); Φοίβου παλαιὸς κ., of the eastern sky, ib.956, cf.Pl.Smp. 203b; cf. Ὠκεανοῦ κ. Ar.Nu.271); κ. Εὐβοίας S.Fr.24; οἱ Μίδεω κῆποι, in Macedonia, Hdt.8.138; of the country round Panormus, Call. Hist.2; the enclosure for the Olympic games, Pi.O.3.24; οἱ ἀπὸ τῶν κ. the scholars of Epicurus, because he taught in a garden, S.E.M. 9.64, cf. D.L.10.10; οἱ Ἀδώνιδος κ., v. Ἀδωνις; οἱ Ταντάλου κ., prov. of illusory pleasures, Philostr.VS1.20.1: metaph., Χαρίτων νέμομαι κᾶπον, i.e. poetic art, Pi.O.9.27; ἐκ Μουσῶν κ. τινῶν . . δρεπόμενοι τὰ μέλη Pl.Ion534a; τοὺς ἐν τοῖς γράμμασι κ. σπείρειν Id.Phdr. 276d.    II a fashion of cropping the hair, Poll.2.29, Ael.Dion.Fr. 230.    III pudenda muliebria, D.L.2.116.    IV v.l. for κῆβος (q.v.).

German (Pape)

[Seite 1432] ὁ, 1) der Garten; πολυδένδρεος Od. 4, 737; 7, 129; Il. 21, 285; κατάῤῥυτοι Eur. El. 777; Plat. Tim. 77 c u. A.; Pind. nennt auch den Kampfplatz in Olympia Διὸς κῆπος, Ol. 3, 25; übertr., ἐξαίρετον Χαρίτων κῆπον νέμομαι 9, 29, die Dichtkunst; so auch bei andern Dichtern übertr.; Ἀδώνιδος κῆποι, sprichwörtlich für jeden schnell vorübergehenden Reiz, für alles Gehaltlose, εἰς Ἀδώνιδος κήπους ἀρῶν Plat. Phaedr. 276 b; – οἱ ἀπὸ τῶν κήπων werden die Epikuräer genannt, weil Epikur in einem Garten lehrte, S. Emp. adv. phys. 1, 64; D. L. 10, 10 u. Sp. – 2) die weibliche Schaam, VLL.; vgl. D. L. 2, 16. – 3) eine gewisse Art die Haare zu scheeren, Schol. Ar. Av. 827; VLL. – 4) Eine geschwänzte Affenart, D. Sic. 3, 35; s. Iac. Ael. H. A. 17, 8; auch κεῖπος u. κῆβος.

Greek (Liddell-Scott)

κῆπος: Δωρ. κᾶπος, ὁ, ὡς καὶ νῦν, κοινῶς «περιβόλι», σύνδενδρος τόπος, φυτεία, Ὀδ. Η. 127., Ω. 247, 338· πολυδένδρεος Δ. 737· ― τόποςχώρα καλῶς κεκαλλιεργημένη καὶ πλουσία εἰς παραγωγήν, ὡς Ἀφροδίτης κᾶπος, δηλ. ἡ Κυρήνη, Πινδ. Π. 5. 31· Διὸς κ., ἡ Λιβύη, αὐτόθι 9. 91 (ἀλλὰ Διὸς κῆποι, ὡσαύτως ἐπὶ τοῦ οὐρανοῦ, Σοφ. Ἀποσπ. 298, πρβλ. Πλάτ. Συμπ. 203Β· πρβλ. ὡσαύτως Ὠκεανοῦ κ. Ἀριστοφ. Νεφ. 271)· κ. Εὐβοίας Σοφ. Ἀποσπ. 19· οἱ κῆποι τοῦ Μίδεω, ἐν Μακεδονίᾳ, Ἡρόδ. 8. 138· ἐπὶ τῆς περὶ τὸ Πάνορμον χώρας (Palermo), ἥτις τανῦν καλεῖται Concha d’oro, Ἀθήν. 542Α· ὡσαύτως ἐπὶ τοῦ περιπεφραγμένου μέρους ἔνθα ἐτελοῦντο οἱ Ὀλυμπιακοὶ ἀγῶνες, Πινδ. Ο. 3. 43· ― οἱ ἀπὸ τῶν κήπων, οἱ μαθηταὶ τοῦ Ἐπικούρου διδάσκοντος ἐν κήπῳ, Διογ. Λ. 10. 10, πρβλ. κηπολόγος, κηποτύραννος· ― οἱ Ἀδώνιδος κῆποι, ἴδε Ἄδωνις· ― μεταφ., Χαρίτων κῆπον νέμομαι, τὴν ποίησιν, Πινδ. Ο. 9. 40· ἐκ Μουσῶν κήπων τινῶν… δρεπόμενοι τὰ μέλη Πλάτ. Ἴων. 534Α· τοὺς ἐν τοῖς γράμμασι κ. σπείρειν ὁ αὐτ. ἐν Φαίδρ. 276D. ΙΙ. εἶδος κουρᾶς καὶ διακοσμήσεως τῆς κόμης, Πολυδ. Β΄, 29, κτλ.· ἴδε μάχαιρα Ι. 3. ΙΙΙ. γυναικεῖον αἰδοῖον, Λατ. hortus, Διογ. Λ. 2. 116. IV. διάφ. γραφ. ἀντὶ κῆβος, ὃ ἴδε.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
1 jardin;
2 sorte de singe, animal;
3 joliment glosé par un dictionnaire hortus muliebris.
Étymologie: DELG cf. all. Hufe, Hube « pièce de terre, arpent », lat. campus.

English (Autenrieth)

garden.

English (Strong)

of uncertain affinity; a garden: garden.