προορίζω

Revision as of 18:10, 28 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (T22)

English (LSJ)

   A determine beforehand, ἡμέραν Hld.7.24; predetermine, predestine, ἡμᾶς εἰς υἱοθεσίαν Ep.Eph.1.5; τι γενέσθαι Act.Ap.4.28; τινὰς συμμόρφους (sc. γενέσθαι) Ep.Rom.8.29.

German (Pape)

[Seite 737] vorher bestimmen, Sp., wie N. T.; begränzen; med. sich vorher den Werth bestimmen, sich ein Grundstück hypothekarisch versichern lassen (s. ὅροι), Dem. τὴν οἰκίαν προωρίσατο δισχιλίων, 31, 4, wo Bekker προσωρίσατο lies't.

Greek (Liddell-Scott)

προορίζω: ὁρίζω ἐκ τῶν προτέρων, ἡμέραν, μνημονεύεται ἐκ τοῦ Ἡλιοδ.· ὁρίζω ἐκ τῶν προτέρων, προαποφασίζω, τινὰς εἴς τι Ἐπιστ. πρὸς Ἐφεσ. α΄, 5· τὶ γενέσθαι Πράξεις Ἀπ. δ΄, 28· τινὰ σύμμορφον (ἐξυπ. γενέσθαι) Ἐπιστ. πρὸς Ρωμ. η΄, 29. ― Μέσ., σημειῶ τι ἐκ τῶν προτέρων, διάφ. γραφ. ἀντὶ προσωρίσατο παρὰ Δημ., ἴδε ἐν λέξ. προσορίζω.

French (Bailly abrégé)

déterminer ou fixer auparavant.
Étymologie: πρό, ὁρίζω.

English (Strong)

from πρό and ὁρίζω; to limit in advance, i.e. (figuratively) predetermine: determine before, ordain, predestinate.

English (Thayer)

1st aorist προορισα; 1st aorist passive participle προορισθεντες; to predetermine, decide beforehand, Vulg. (except in Acts) praedestino (R. V. to foreordain): in the N. T. of God decreeing from eternity, followed by an accusative with the infinitive τί, with the addition of πρό τῶν αἰώνων τινα, with a predicate acc, to foreordain, appoint beforehand, τινα εἰς τί, one to obtain a thing. προορισθεντες namely, κληρωθῆναι, Heliodorus and ecclesiastical writings. (Ignatius ad Eph. tit.))