προορίζω
English (LSJ)
determine beforehand, ἡμέραν Hld.7.24; predetermine, predestine, ἡμᾶς εἰς υἱοθεσίαν Ep.Eph.1.5; τι γενέσθαι Act.Ap.4.28; τινὰς συμμόρφους (sc. γενέσθαι) Ep.Rom.8.29.
German (Pape)
[Seite 737] vorher bestimmen, Sp., wie N.T.; begränzen; med. sich vorher den Werth bestimmen, sich ein Grundstück hypothekarisch versichern lassen (s. ὅροι), Dem. τὴν οἰκίαν προωρίσατο δισχιλίων, 31, 4, wo Bekker προσωρίσατο lies't.
French (Bailly abrégé)
déterminer ou fixer auparavant.
Étymologie: πρό, ὁρίζω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
προ-ορίζω vooraf bepalen, met AcI:. ὅσα ἡ χείρ σου καὶ ἡ βουλή σου προώρισεν γενέσθαι wat uw hand en uw wil vooraf bepaald hebben dat moest gebeuren NT Act. Ap. 4.28. voorbestemmen, met acc.: προορίσας ἡμᾶς εἰς υἱοθεσίαν εἰς αὐτόν hij heeft ons voorbestemd om als zijn kinderen te worden aangenomen NT Eph. 1.5.
Russian (Dvoretsky)
προορίζω: заранее определять, предопределять (τινὰ εἴς τι NT; med. Dem. - v.l. προσορίζομαι).
Greek (Liddell-Scott)
προορίζω: ὁρίζω ἐκ τῶν προτέρων, ἡμέραν, μνημονεύεται ἐκ τοῦ Ἡλιοδ.· ὁρίζω ἐκ τῶν προτέρων, προαποφασίζω, τινὰς εἴς τι Ἐπιστ. πρὸς Ἐφεσ. α΄, 5· τὶ γενέσθαι Πράξεις Ἀπ. δ΄, 28· τινὰ σύμμορφον (ἐξυπ. γενέσθαι) Ἐπιστ. πρὸς Ρωμ. η΄, 29. ― Μέσ., σημειῶ τι ἐκ τῶν προτέρων, διάφ. γραφ. ἀντὶ προσωρίσατο παρὰ Δημ., ἴδε ἐν λέξ. προσορίζω.
English (Strong)
from πρό and ὁρίζω; to limit in advance, i.e. (figuratively) predetermine: determine before, ordain, predestinate.
English (Thayer)
1st aorist προορισα; 1st aorist passive participle προορισθεντες; to predetermine, decide beforehand, Vulg. (except in Acts) praedestino (R. V. to foreordain): in the N.T. of God decreeing from eternity, followed by an accusative with the infinitive τί, with the addition of πρό τῶν αἰώνων τινα, with a predicate acc, to foreordain, appoint beforehand, τινα εἰς τί, one to obtain a thing. προορισθεντες namely, κληρωθῆναι, Heliodorus and ecclesiastical writings. (Ignatius ad Eph. tit.))
Greek Monolingual
ΝΜΑ ὁρίζω
ορίζω εκ τών προτέρων για έναν σκοπό, αποφασίζω από πριν, προαποφασίζω, κανονίζω από πριν, προδιαγράφω (α. «προορίζει τον γιο του για γιατρό» β. «ὅσα ἡ χείρ σου καὶ ἡ βουλή σου προώρισε γενέσθαι», ΚΔ
γ. «ἡμέραν προορίσαι, Ηλιόδ.)
Greek Monotonic
προορίζω: μέλ. -σω, ορίζω εκ των προτέρων, ορίζω από πριν, προορίζω, σε Καινή Διαθήκη
Middle Liddell
fut. σω
to determine beforehand, to predetermine, pre-ordain, NTest.
Chinese
原文音譯:proor⋯zw 普羅-哦里索
詞類次數:動詞(6)
原文字根:先前-視(化)
字義溯源:預先確定,預先定下(界限),預定;由(πρό)*=前)與(ὁρίζω)=標出)組成;而 (ὁρίζω)出自(ὅριον)=界限), (ὅριον)又出自(ὄρος)X*=範圍)
出現次數:總共(6);徒(1);羅(2);林前(1);弗(2)
譯字彙編:
1) 所預定的(2) 林前2:7; 弗1:11;
2) 預先定下(2) 羅8:29; 羅8:30;
3) 預定(1) 弗1:5;
4) 所預定(1) 徒4:28