χρησιδάνειο

Revision as of 18:24, 28 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (3_47-test)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

το, Ν
(νομ.) σύμβαση με την οποία ο ένας από τους συμβαλλομένους, ο χρήστης, παραχωρεί δωρεάν στον άλλο, στον χρήσαμενο, την χρήση ενός πράγματος, με την υποχρέωση όμως του τελευταίου να το επιστρέψει αβλαβές μετά τη λήξη της σύμβασης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χρήση /χρῆσις + δάνειο].