χωριατιά

Revision as of 06:17, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (47c)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

η / χωριατία, ΝΜ χωριάτης
έλλειψη καλής συμπεριφοράς, απρέπεια, αγένεια
νεοελλ.
συνεκδ. το σύνολο των χωρικών, οι χωριάτες («μαζεύτηκε όλη η χωριατιά για να γιορτάσει»)
μσν.
βαριά προσβολή εις βάρος κάποιου.