η / χωριατία, ΝΜ χωριάτης έλλειψη καλής συμπεριφοράς, απρέπεια, αγένεια νεοελλ. συνεκδ. το σύνολο των χωρικών, οι χωριάτες («μαζεύτηκε όλη η χωριατιά για να γιορτάσει») μσν. βαριά προσβολή εις βάρος κάποιου.