αγωγιάτης

Revision as of 06:18, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (1)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

ο (θηλ. -ισσα)
αυτός που έχει ως επάγγελμα τη μεταφορά ανθρώπων ή πραγμάτων με υποζύγιο ή τροχοφόρο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αγώγι + παραγ. κατάλ. -άτης.
ΠΑΡ. αγωγιάτικος].