αιματοκρίτης

Revision as of 06:18, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (1)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

ο Ιατρ.
η εκατοστιαία αναλογία του όγκου τών ερυθρών αιμοσφαιρίων (για την ακρίβεια όλων τών έμμορφων στοιχείων) στο ολικό αίμα, ανερχόμενη σε 40 έως 50% στους άντρες και σε 37 έως 45% στις γυναίκες.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ελληνογενές < αίμα, -ατος + κριτής, πρβλ. αγγλ. hematocrit].