αιματοκρίτης

From LSJ

καὶ οὐκ ἔστιν πᾶν πρόσφατον ὑπὸ τὸν ἥλιον → and there's nothing new under the sun (Eccl. 1:9 LXX)

Source

Greek Monolingual

ο Ιατρ.
η εκατοστιαία αναλογία του όγκου τών ερυθρών αιμοσφαιρίων (για την ακρίβεια όλων τών έμμορφων στοιχείων) στο ολικό αίμα, ανερχόμενη σε 40 έως 50% στους άντρες και σε 37 έως 45% στις γυναίκες.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ Ελληνογενές < αίμα, -ατος + κριτής, πρβλ. αγγλ. hematocrit].