ἀλλαχῆ
English (LSJ)
Delph. ἀλλαχᾷ GDI2085, Adv., (ἄλλος)
A elsewhere, in another place, ἄλλος ἀ. one here, another there, X.An.7.3.47; ἄλλοτε ἀ. now here, now there, Id.Mem.1.4.12;=ἄλλοσε, ἀπιὼν ἀ. Ar.Av. 1020, cf. PLips.104 (i B. C.).
German (Pape)
[Seite 102] auf andere Art; auch anderswo u. anderswohin, Xen. An. 7, 3, 47 u. sonst.
Greek (Liddell-Scott)
ἀλλαχῆ: ἐπίρρ. (ἄλλος) εἰς ἄλλο μέρος, ἀλλαχοῦ, ἄλλος ἀλλαχῆ, ἄλλος ἐδῶ καὶ ἄλλος ἐκεῖ, Ξεν. Ἀν. 7. 3, 47· ἄλλοτε ἀλλαχῆ, ἄλλοτε ἐδῶ καὶ ἄλλοτε ἐκεῖ, ὁ αὐτ. Ἀπομν. 1. 4, 12.
Greek Monolingual
ἀλλαχῆ και ἀλλαχῇ επίρρ. (Α)
1. κάπου αλλού, σε άλλο μέρος
2. φρ. «άλλοτε αλλαχή», μια εδώ και μια εκεί.
[ΕΤΥΜΟΛ. Θ. της λ. ἄλλος + ουρανικό πρόσψυμα -αχ-, όπως και στα ἀλλαχόθεν, ἀλλαχόθι, ἀλλαχοῦ κ.ά. + επιρρ. κατάλ. -ή (και -η)].