Δάρδανος
English (LSJ)
ὁ, Dardanus, son of Zeus, founder of Dardania or Troy, Il.20.215: Adj. Δάρδανος ἀνήρ Trojan, 2.701, 16.807: mostly pl., Τρῶες καὶ Δάρδανοι 3.456, al.:—Adj. Δαρδάνιος, α, ον, Trojan, 2.819; Δαρδάνειος, E.Tr.840 (lyr.):—fem. Δαρδανίς, Δαρδανίδος, ἡ, Trojan woman, Il.18.122; also, = κώνειον, Ps.-Dsc.4.78: Δαρδανία (sc. γῆ), ἡ, Troy, Il.20.216:—Δαρδανίδης, Δαρδανίδου, ὁ, son of Dardanus or descendant of Dardanus, 3.303, al.: Δαρδανίωνες, οἱ, sons of Dardanus, 7.414.
Spanish (DGE)
(Δάρδᾰνος) -ον
I ὁ Δ. Dárdano
1 mit. fundador de Dardania, hijo de Zeus y Electra Il.20.215, 304, Pi.O.13.56, S.Ph.69, E.Hel.1493, IA 881, Pl.Hp.Ma.293b, Lg.702a, IPr.69.6 (II/I a.C.), Apollod.3.12.1, D.S.4.75, D.H.1.50, Plu.Cam.20, Paus.7.19.6, Q.S.1.196, Nonn.D.3.195.
2 de Psófide, padre de Zacinto, Paus.8.24.3, St.Byz.s.u. Ζάκυνθος.
3 rey de los escitas, padre de Idea según D.S.4.43
•Apollod.3.15.3 atribuye la paternidad de Idea a 1.
4 hijo de Ilirio, epón. de los dárdanos de Iliria, App.Ill.2.
5 hijo de Paris y de Helena, Sch.Er.Il.3.40b, Eust.380.31.
6 troyano, hijo de Biante, muerto por Aquiles Il.20.460.
7 tesalio, compañero de Protesilao, Eust.1697.60.
8 hijo de Corito, rey de Etruria, Seru.Aen.9.10.
9 mago fenicio, Ps.Democr.B 300.13.
10 tít. de una obra de Menandro, Sch.Ar.Au.1563.
11 de Atenas, discípulo de Antípatro de Tarso, Phld.Stoic.Hist.51.5, 53.3, 78.4.
12 hebreo, hijo de Emaón, I.AI 8.43.
13 escudero de Bruto, Plu.Brut.51, 52.
14 otro n. del Ῥόδιος, río de Misia en la Tróade, actual Koca Çay, Sch.Er.Il.12.20e.
II ét. dárdano
1 habitante de Dardania en la Tróade ἀνήρ Il.2.701, 16.807
•frec. subst. plu. οἱ Δ. los dárdanos, Il.3.456, 8.173, 15.425, Pi.N.3.61, D.S.4.75, Str.14.2.28.
2 οἱ Δ. habitantes de Misia superior en Iliria, D.S.5.48, 22.9, App.Ill.2, D.C.38.10.2, Q.S.3.167.
III geogr. ἡ Δ., τὸ Δ. Dárdano ciudad de Tróade al sur de la antigua Dardania, Hdt.5.117, 7.43, Th.8.104, D.S.4.75, Apollod.3.12.1, D.H.1.46, Str.13.1.11, Q.S.8.97.
French (Bailly abrégé)
1ου (ὁ) :
Dardanos :
1 fondateur de Dardania en Troade ; Δαρδάνου πόλις, la ville de Dardanos, càd Troie;
2 autres.
Étymologie:.
2ος, ον :
1 de Dardanie, en Troade ; Dardanien;
2 Troyen.
Étymologie: Δάρδανος¹.
3ου (ἡ) :
Dardanos, ville de Troade.
Étymologie: Δάρδανος¹.
English (Autenrieth)
(1) son of Zeus, the founder of Dardania, and progenitor of the Trojans, Il. 20.215, 219, 304.—(2) son of Bias, Il. 20.460†.
English (Slater)
Greek Monolingual
Δάρδανος, ο (θηλ. Δαρδανίς, η) (Α)
1. γιος του Δία, ιδρυτής της Τροίας, της Δαρδανίας
2. Δάρδανοι, οι
οι Τρώες
3. ως επίθ. «Δάρδανος ἀνήρ» — ο κάτοικος της Τροίας
4. το θηλ. ως επίθ. Δαρδανίς, η
γυναίκα από τη Δαρδανία, η Τρωάς
5. δαρδανίς, η
το κώνειο.
Greek Monotonic
Δάρδᾰνος: ὁ, Δάρδανος, γιος του Δία, ιδρυτής της Τροίας, σε Ομήρ. Ιλ.· ως επίθ., Δάρδανος ἀνήρ, Τρώας, στο ίδ.· επίθ. Δαρδάνιος, -α, -ον, Τρωϊκός, στο ίδ.· θηλ. Δαρδανίς, -ίδος, Τρωαδίτισσα, στο ίδ.· Δαρδανίδης, -ου, ὁ, γιος ή απόγονος του Δαρδάνου, Δαρδανιῶνες, οἱ, στο ίδ.
Russian (Dvoretsky)
Δάρδᾰνος:
I 2 дарданский, перен. троянский Hom.
II ὁ Дардан (сын Зевса и Электры, миф. основатель Дардании) Hom., Plat., Plut.: Δαρδάνου πόλις Eur. и Δαρδάνου πέδον Soph. = Τροίη.
III ἡ Дардан (греч. город на южн. берегу Геллеспонта, в устье р. Родий) Her., Thuc., Plut.
IV ὁ
1 Hom., Pind. = Δαρδάνιος II;
2 Diod. = Δαρδανεύς.
Middle Liddell
Dardanus, son of Zeus, founder of Troy, Il.:—as adj., Δάρδανος ἀνήρ a Trojan, Il.