Κυπρογενής
English (LSJ)
Κυπρογενές, (γενέσθαι) Cyprus-born, K. Κυθέρεια h.Hom.10.1: standing alone, Hes.Th.199 (acc. -γενέα (prob.)), Sol.26, Pi.O. 10(11).105, etc.:—fem. Κυπρογένεια, ἡ, Κ. Ἀφροδίτη Ar.Lys.551; K. θεά Panyas.13.3: abs., Pi.P.4.216, Plu.Art.28:—Aeol. Κυπρογένηα Sapph.Supp.14.8, Alc.60, Theoc.30.31.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
né à Chypre.
Étymologie: Κύπρος, γίγνομαι.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
Κυπρογενής -ές [Κύπρος, γίγνομαι] geboren op Cyprus.
Russian (Dvoretsky)
Κυπρογενής: рожденная на Кипре (эпитет Афродиты) HH, Hes., Pind.
English (Slater)
Κυπρογενής,-γένεια pro subs.,
1 the Cyprusborn, Aphrodite. πότνια δ' ὀξυτάτων βελέων Κυπρογένεια (P. 4.216) σὺν Κυπρογενεῖ (O. 10.105)
Greek Monotonic
Κυπρογενής: -ές (γίγνομαι), γεννημένος στην Κύπρο, λέγεται για την Αφροδίτη, σε Ομηρ. Ύμν. κ.λπ.· θηλ. Κυπρο-γένεια, ἡ, σε Πίνδ.
Greek (Liddell-Scott)
Κυπρογενής: -ες, (γενέσθαι) ἐν Κύπρῳ γεννηθείς, ἐπίθετ. τῆς Ἀφροδίτης, Ὁμ. Ὕμν. 9, Σόλων 2. 1, Πίνδ., κλ.· ― θηλ. Κυπρογένεια, ἡ, ἐν Κύπρῳ γεννηθεῖσα, Κ. Ἀφροδίτη Ἀριστοφ. Λυσ. 551· Κ. θεὰ Πανύασ. παρ’ Ἀθην. 36D· ἀπολ., Πινδ. Π. 4. 384, Πλουτ. Ἀρτοξ. 28· Κυπρογενέα, μετὰ συνιζήσεως τοῦ -έα, Ἡσ. Θ. 199.
Middle Liddell
Κυπρο-γενής, ές γίγνομαι
Cyprus-born, of Aphrodite, Hhymn., etc.:—fem. Κυπρο-γένεια, ἡ, Pind.